Κυριακή 28 Μαΐου 2017

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΑΜΜΙΑΝΟΣ ΜΑΡΚΕΛΛΙΝΟΣ. ΣΚΥΘΟΠΟΛΙΣ Β΄



                            Ο  ΕΛΛΗΝΑΣ  ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ 
                ΑΜΜΙΑΝΟΣ  ΜΑΡΚΕΛΛΙΝΟΣ 

Ο Αμμιανός  Μαρκελλίνος  (Ammianus Marcellinus, (330 – 391  μ.Χ.) ήταν Ρωμαίος ιστορικός, ελληνικής καταγωγής. Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος θεωρείται  ο τελευταίος μεγάλος Έλληνας  ιστορικός της ύστερης Ρωμαϊκής περιόδου. Το  σπουδαίο  ιστορικό  έργο  του, γραμμένο στα Λατινικά,  με  την  ονομασία  Res gestae (Πράξεις ή, συμβατικά, Ιστορία), κατατάσσεται μεταξύ των μεγάλων ιστορικών  έργων, της τάξεως του Λίβιου και του Τακίτου.  Οι  σημερινοί  Έλληνες  αγνοούν  τελείως  τον  Έλληνα  ιστορικό  Αμμιανό  Μαρκελλίνο  και  βέβαια  η  αιτία  γι  αυτό  δεν  είναι  ότι  έγραψε  το  έργο  του  στα  Λατινικά. Η  ιστορία  που  έγραψε  ο  Μαρκελλίνος  είναι  μία  καταγραφή των ιστορικών γεγονότων είκοσι πέντε ετών, τα  οποία έζησε ως αυτόπτης μάρτυρας ο ίδιος  και  καλύπτει την περίοδο της αυτοκρατορίας του Κωνστάντιου, του Ιουλιανού, του Ιοβιανού  και  του Βάλη. Καταγράφει μία περίοδο δραματικών αλλαγών, μιας αυτοκρατορίας εξαντλημένης από την υπερβολική φορολόγηση, τη διαφθορά, την καταστροφή των μεσαίων τάξεων.  Ειδικά  τα βιβλία XIV-XIX  αναφέρονται  στη ζωή και το έργο του αρχαιολάτρη  αυτοκράτορα  Ιουλιανού.

 












                      Η  ΣΚΥΘΟΠΟΛΙΣ
 

Ο Έλληνας  ιστορικός  Αμμιανός Μαρκελλίνος έζησε τα γεγονότα των  διωγμών  εναντίον των Ελλήνων, επί Κωνστάντιου Β’, στη Σκυθόπολη  και  έγραψε:  "αρκούσε κάποιος να φέρει  στο λαιμό κάποιο φυλακτό που προστατεύει από τον πυρετό ή οποιαδήποτε άλλη ασθένεια, ή  να  υπάρχουν μαρτυρίες κακόβουλων ανθρώπων ότι επισκέφθηκε κάποιον τάφο το βράδυ, για να τον βρουν ένοχο και να τον εκτελέσουν ως μάγο ή ως ερευνητή της φρίκης των τάφων και των ανάξιων σκιών των φαντασμάτων που τους στοιχειώνουν".
 (XIX, 12, 14-15)


Η  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΚΑΤΑΓΩΓΗ  ΤΟΥ  ΑΜΜΙΑΝΟΥ  ΜΑΡΚΕΛΛΙΝΟΥ


Οι γνώσεις μας για τον Αμμιανό Μαρκελλίνο είναι ελάχιστες και αυτές αντλούνται αποκλειστικά από τις αυτοβιογραφικές αναφορές του στο έργο του, το Res gestae.  
Μια σαφής ένδειξη για την καταγωγή του βρίσκεται στο τέλος της Ιστορίας του, όπου μας συστήνεται ως «πρώην στρατιώτης και Έλληνας» (Res gestae, 31.16.9), καθώς και σε σημεία όπου παραθέτει ελληνικές λέξεις με το σχόλιο «όπως εμείς το λέμε» (π.χ. Res gestae, 20.3.11).

Θεωρείται πολύ πιθανό πως γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αντιόχεια περί το 330 μ.Χ.. Κατα μία άποψη, η χρονολογία της γέννησης του Αμμιανού τοποθετείται μεταξύ των ετών 332 και 335. Από τη σχέση του με την Αντιόχεια μπορεί να εξηγηθεί η εξοικείωσή του με τη λατινική γλώσσα, καθώς η μεγάλη αυτή πόλη ήταν σημαντικότατο στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο, το οποίο έβριθε από λατινόφωνους στρατιωτικούς και άλλους κρατικούς υπαλλήλους. Ένδειξη της καταγωγής αυτής θεωρείται το γράμμα του Αντιοχέα ρήτορα Λιβάνιου προς κάποιον με το όνομα Αμμιανός. Ωστόσο, η θεωρία της καταγωγής και ανατροφής στην Αντιόχεια έχει δεχτεί ισχυρή κριτική από μερικούς σύγχρονους ιστορικούς όπως οι D. Bowersock, T.D. Barnes, C.W. Fornara. Κατ' αυτούς, η επιστολή του Λιβανίου είχε άλλον παραλήπτη με το ίδιο όνομα και θεωρούν ότι ο Αμμιανός Μαρκελλίνος γεννήθηκε και μεγάλωσε σε κάποια άλλη πόλη της ελληνικής Ανατολής.

Κατά μία πιθανή εκδοχή, μεγάλωσε σε λατινόφωνη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν πιθανά στρατιωτικός. Ο ίδιος ο Αμμιανός έκανε καριέρα ως στρατιωτικός, με το βαθμό του protector domesticus (είδος βοηθού αξιωματικού επιτελείου). Ήταν ήδη νέος όταν έλαβε αυτό τον βαθμό, παρόλο που άλλοι στρατιωτικοί χρειάζονταν αρκετά χρόνια υπηρεσίας για να το πετύχουν. Αυτό είναι ένδειξη ότι ο Αμμιανός ανήλθε στην ιεραρχία μέσω οικογενειακών διασυνδέσεων.

Στη στρατιωτική του καριέρα, ήταν μέλος του επιτελείου του στρατηγού Ουρσικίνου και ταξίδεψε μαζί με τον στρατηγό στη Μεσοποταμία, τη Γαλατία και την Ιταλία. Στο μέτωπο της Μεσοποταμίας, συμμετείχε σε αναγνωριστικές αποστολές κατά τη διάρκεια του βυζαντινοπερσικού πολέμου που διεξήγαγε ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος Β'. Κατά την πολιορκία της πόλης Άμιδα (σημ. Ντιγιαρμπακίρ, στην Τουρκία) κινδύνεψε να συλληφθεί από τους Πέρσες, όταν η πόλη έπεσε τελικά στα χέρια τους. Η πτώση της Άμιδας είχε σοβαρές επιπτώσεις στην καριέρα του Ουρσικίνου και, καθώς φαίνεται, και του Αμμιανού ο οποίος είτε παραιτήθηκε, ακολουθώντας τον προϊστάμενό του, είτε υποβιβάστηκε σε λιγότερο ζηλευτά καθήκοντα. Με την άνοδο όμως του αυτοκράτορα Ιουλιανού στην εξουσία, είναι πιθανό ότι επανακλήθηκε σε υπηρεσία γιατί εμφανίζεται ως αυτόπτης μάρτυρας της καταστροφικά αποτυχημένης εισβολής του Ιουλιανού στην Περσία, την άνοιξη του 363 μ.Χ.

Με τη λήξη της περσικής εκστρατείας, ο Αμμιανός πρέπει να ταξίδεψε για να συλλέξει πληροφορίες για το έργο του, το οποίο συνέχισε να γράφει. Πράγματι, στο έργο του υποστηρίζει σε διάφορα σημεία πως γνώρισε από κοντά μέρη όπως η Ελλάδα, η Αίγυπτος και ο Εύξεινος Πόντος. Περί το 383 ή 384, το αργότερο, βρισκόταν στη Ρώμη, όπου συνέλεξε πληροφορίες για τις εκστρατείες του αυτοκράτορα Βαλεντινιανού εναντίον των βαρβάρων στο μέτωπο του Ρήνου, τα γεγονότα στη Βόρεια Αφρική καθώς και τις δίκες προδοσίας και το κλίμα τρόμου στην ίδια τη Ρώμη. Μετά την περάτωση του έργου του (η οποία συνάγεται ότι έλαβε χώρα το 390 ή το 391), δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες για τη ζωή του.



  Αμμιανός Μαρκελλίνος
- Η ζωή και το έργο του Ιουλιανού,
τ. Α', Εκδόσεις Εύανδρος.

Η Ιστορία (Res gestae) είναι καταγραφή, σε 31 βιβλία, ιστορικών γεγονότων που ξεκινούν από την άνοδο του Ρωμαίου αυτοκράτορα Νέρβα το 96 μ.Χ. και τελειώνει με την καταστροφική για τους Ρωμαίους μάχη της Αδριανούπολης το 378 μ.Χ.

Τα πρώτα 13 βιβλία έχουν χαθεί και μόνο από αναφορές σε αυτά, στο υπόλοιπο έργο, είναι δυνατή η εκτίμηση του περιεχομένου τους. Φαίνεται πως η αφήγηση αυτού του τμήματος, μέχρι το σημείο που ξεκινά η βασιλεία του Κωνσταντίου, ήταν συνοπτική. Το σωζόμενο τμήμα του έργου αρχίζε από το 353, με τον τελευταίο χρόνο της ζωής του καίσαρα Γάλλου, αδελφού του Ιουλιανού. Στη συνέχεια, καλύπτει την περίοδο της αυτοκρατορίας του Κωνστάντιου, του Ιουλιανού, του Ιοβιανού και της δυαρχίας Βαλεντινιανού - Βάλη. Κατα μία άποψη, τα τελευταία βιβλία του έργου, XXVI έως XXXI, ολοκληρώθηκαν μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Θεοδοσίου, μεταξύ των ετών 397 και 400. Η οπτική αυτή, που ήταν διαδεδομένη παλαιότερα στους μελετητές του Αμμιανού, δεν υιοθετείται πλέον από την ακαδημαϊκή κοινότητα, η οποία κλίνει προς τη θέση ότι το σύνολο του έργου δημοσιεύθηκε μεμιάς, ανάμεσα στα τέλη του 389 και τα μέσα του 391.

Ο Αμμιανός, πέρα από τις δικές του εντυπώσεις, φαίνεται να χρησιμοποίησε δημόσια έγγραφα (relationes), όπως π.χ. επιστολές κρατικών αξιωματούχων. Επίσης, είναι πιθανό να βασίστηκε σε συνεντεύξεις με τέτοια πρόσωπα, τα οποία είχαν λάβει μέρος στα γεγονότα που περιγράφει.

Εν γένει, έχει αποδειχθεί πως, εκτός από τις δικές του εντυπώσεις ως αυτόπτη μάρτυρα και τα στοιχεία από συνέλεξε ο ίδιος, ο Αμμιανός κάνει εκτεταμένη χρήση άλλων, λατινόφωνων κυρίως πηγών. Σημαντική μερίδα σύγχρονων ιστορικών, όπως π.χ. ο Glenn Bowersock, θεωρεί ότι ο Αμμιανός έχει βασιστεί σε σημαντικό βαθμό στη, χαμένη σήμερα, Ιστορία του Ευνάπιου από τις Σάρδεις, ειδικά στην περιγραφή της περσικής εκστρατείας του Ιουλιανού. Ωστόσο, μερικοί διαφωνούν με αυτό το συμπέρασμα ή πιθανολογούν πως χρησιμοποίησε τον Ευνάπιο μόνο στα σημεία όπου δεν ήταν ο ίδιος αυτόπτης μάρτυρας.  Εκτός αυτού, στα πρώτα βιβλία του έργου, είναι πιθανό να χρησιμοποίησε άγνωστους ή χαμένους σε μας λατινόφωνους συγγραφείς ως πρωτογενείς πηγές.

Χρήση άλλων συγγραφέων κάνει πιο συχνά στις παρεκβάσεις του (π.χ. για τις πολιορκητικές μηχανές, την περσική ιστορία, θρησκεία και γεωγραφία κ.α.), όπου γενικά προτιμά τις υπάρχουσες γραπτές πηγές από τη δική του εμπειρία. Αυτή η πρακτική δεν ήταν κάτι που εγκαινίασε ο Αμμιανός. Ήταν συνηθισμένη στους Ρωμαίους ιστορικούς της αρχαιότητας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Σαλλούστιο. Τέλος, είναι πιθανό πως άντλησε από ημι-ιστοριογραφικά κείμενα, όπως η εξιστόρηση της μάχης του Στρασβούργου, η οποία λέγεται ότι γράφηκε από τον ίδιο τον Ιουλιανό. Ακόμη, ίσως χρησιμοποίησε τις αναμνήσεις του Ορειβάσιου, προσωπικού γιατρού και συντρόφου του Ιουλιανού, ενώ φαίνεται εξοικειωμένος με άλλα έργα του αυτοκράτορα, όπως ο Μισοπώγωνας.

  Ο  ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ
 
 
 

 
Στο έργο του, που είναι γραμμένο στα λατινικά (περίοδος συγγραφής 378 - 390 μ.Χ.), είναι ολοφάνερος ο θαυμασμός του προς το πρόσωπο του αυτοκράτορα Ιουλιανού. Η ιστορία του πολλές φορές πλησιάζει τον πανηγυρικό, ένα εγκώμιο για τον αυτοκράτορα. Όντας και ο ίδιος εθνικός, υποστηριξε τις προσπάθειες του Ιουλιανού για την αποκατάσταση της αρχαίας θρησκείας.

Η σύγχρονη κριτική εκφράζεται με τον καλύτερο τρόπο για την ενδελέχεια του έργου, και ο Αμμιανός θεωρείται ο συγγραφέας της πιο ζωντανής, ευανάγνωστης και καλαίσθητης ιστορίας του 4ου αιώνα. Aπαραίτητη για την ανασύσταση των γεγονότων εκείνης της εποχής και διαχρονικό έργο της αρχαιότητας, η Ιστορία του είναι προϊόν προσπάθειας αναβίωσης και του μεγαλοπρεπούς ιστοριογραφικού ύφους, το οποίο είχε επικρατήσει στον λατινικό κόσμο τους δύο προηγούμενους αιώνες. Αυτά τα πρότυπα προσπαθεί να αναβιώσει και να ξεπεράσει ο Αμμιανός, διανθίζοντάς τα με ηθικά υποδείγματα (exempla) από την αρχαία ιστορία και εκτεταμένες παρεκβάσεις οι οποίες καλύπτουν κάθε τομέα της αρχαίας γνώσης. Ίσως αυτές οι ατέλειωτες ηθικολογίες και οι εγκυκλοπαιδικές λεπτομέρειες κουράζουν τον σύγχρονο αναγνώστη, όμως δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την κολοσσιαία φιλοδοξία του συγγραφέα. Μέσα από το έργο του προβάλλει η καυστική περιγραφή μιας άθλιας και βίαιης εποχής.



 Το έργο του Αμμιανού θαύμαζε απεριόριστα ο Βρεταννός ιστορικός Edward Gibbon (1737–1794).

 

 Προτομή του Κωνστάντιου Β΄

  (από ιταλικό μουσείο).

Κωνστάντιος Β´

Ο Κωνστάντιος Β' (Flavius Iulius Constantius, 7 Αυγούστου 317 - 3 Νοεμβρίου 361) ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 337 έως το 361. Ήταν δευτερότοκος γιος του Κωνσταντίνου Α' από τη δεύτερη σύζυγό του Φαύστα. Στον θρόνο ανήλθε 21 ετών το 337, έχοντας ήδη το 324 τιτλοφορηθεί από τον πατέρα του ως Καίσαρας.

Ο Κωνστάντιος ήταν ο πρώτος γιος που ευρισκόμενος στην Κωνσταντινούπολη πρόλαβε να αποδώσει τιμές στο νεκρό σώμα του πατέρα του, καθώς μετά ακολούθησε άγρια σφαγή των αρρένων συγγενών του προκειμένου να εξασφαλισθεί η διαδοχή από τους γιους του Κωνσταντίνου Α' με τη Φαύστα. Μόνο δύο μικρά ξαδέλφια του, οι Γάλλος και Ιουλιανός (παιδιά του Ιουλίου Κωνστάντιου, αδελφού του Κωνσταντίνου του Μεγάλου) κατάφεραν να σωθούν.

Έτσι, το καλοκαίρι του 338 ο Κωνστάντιος και οι αδελφοί του συνέρχονται στην Παννονία και διαμοιράζουν τα εδάφη της Αυτοκρατορίας. Ο μεγαλύτερος, ο Κωνσταντίνος Β', διατήρησε τη Γαλατία, την Ισπανία και την Αγγλία όπου κυβερνούσε ως Καίσαρ, ο νεώτερος ο Κώνστας τη Ρώμη, Ιταλία, το Ιλλυρικό, την Παννονία και τις δυτικές αφρικανικές επαρχίες, ενώ ο Κωνστάντιος Β' έμεινε κάτοχος της Ανατολής και των υπόλοιπων Βαλκανίων πλην του Ιλλυρικού. Αργότερα ο Κωνσταντίνος Β', υπαναχωρώντας στη συμφωνία, εισέβαλε στην Ιταλία, όπου και σκοτώθηκε σε συμπλοκή, αφήνοντας τον αδελφό του Κώνστα μόνο κύριο σε όλη τη Δύση (340).

Το 350 ένας αξιωματικός, ο Μάγνος Μαγνέντιος, ανακήρυξε αιφνίδια τον εαυτό του Αυτοκράτορα της Γαλατίας και καταδιώκοντας τον Κώνστα τον φονεύει. Ο Μάγνος, βοηθούμενος και από τον στρατηγό Βετράνιο, με πρεσβεία ζητούν από τον Κωνστάντιο την αναγνώρισή τους ως συνάρχοντες. Προς τον σκοπό αυτό ο Μάγνος ζητεί ως σύζυγο την αδελφή του Κωνστάντιου, την Κωνσταντία, προσφέροντας τη δική του αδελφή στον Κωνστάντιο. Ο Κωνστάντιος ρίπτει τους πρέσβεις στη φυλακή και εκστρατεύει κατά των σφετεριστών. Προκαλώντας συνάντηση για δήθεν αναγνώριση του Βετράνιου παρά τον Δούναβη, παρουσία του στρατού, με ρητορικό λόγο καταφέρθηκε κατά των προδοτών με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος του στρατού του Βετράνιου να τον εγκαταλείψει. Ο δε Βετράνιος αμαχητί αποθέτει τα σύμβολα της αρχής και ζητά συγγνώμη. Στη συνέχεια ο Κωνστάντιος με 80.000 στρατό βαδίζει κατά του Μαγνέτιου, του οποίου ο στρατός (30.000 άνδρες) κατατροπώνεται.

Και ενώ είχε αναθέσει στον ξάδελφό του Γάλλο με τον τίλο του Καίσαρος τη φύλαξη των ασιατικών συνόρων με έδρα την Αντιόχεια (351) δίδοντάς του και την αδελφή του Κωνσταντία ως σύζυγο, η τυραννική διαγωγή του Γάλλου τον φόβισε ότι μπορεί να εξελιχθεί σε νέο Μαγνέτιο, κάλεσε αυτόν στη Νόλα της Ίστριας (354) και τον αποκεφάλισε (εκεί που ο πατέρας του είχε σκοτώσει τον αδελφό του Κρίσπο).

Μετά τα γεγονότα αυτά ο Κωνστάντιος, έρμαιος των ευνούχων, γινόταν μέρα με τη μέρα πιο ωμός. Οι επιδρομές βαρβάρων και Περσών άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Με παρέμβαση της συζύγου του Ευσεβίας ανακηρύσσει Καίσαρα τον μόνο ξάδελφό του Φλάβιο Κλαύδιο Ιουλιανό και του εμπιστεύεται την Γαλατία. Σε μια πολύχρονη εκστρατεία κατά των Περσών δεν κατάφερε τίποτε. Το 348 υπέστη δεινή ήττα από το βασιλιά των Περσών Σαπώρη Β'. Δέκα χρόνια μετά, ο Σαπώρης καλεί τον Κωνστάντιο να εγκαταλείψει την Αρμενία και τη Μεσοποταμία.

Όταν αναγκάσθηκε ο Κωνστάντιος να ζητήσει τη βοήθεια του Ιουλιανού να σπεύσει κατά των Περσών με τα γαλατικά στρατεύματα, αυτά εξεγέρθηκαν και ανακήρυξαν τον Ιουλιανό Αυτοκράτορα με αποτέλεσμα να ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα στα ξαδέλφια. Ο Κωνστάντιος σπεύδοντας προς συνάντηση με τον Ιουλιανό έπεσε καθ΄οδόν και ασθένησε κοντά στην πόλη Μοψουκρήνη της Κιλικίας. Βλέποντας το τέλος του ζήτησε να βαπτιστεί και απεβίωσε στις 3 Νοεμβρίου του 361, χωρίς ούτε οι οπαδοί της Νίκαιας ούτε οι Εθνικοί να πενθήσουν ειλικρινά τον Αυτοκράτορά τους. Οι Εθνικοί μάλιστα χάρηκαν με τον θάνατό του, γιατί ο θρόνος θα περνούσε στα χέρια του Ιουλιανού, ο οποίος φανερά υποστήριζε τον Εθνισμό. Το σώμα του Κωνστάντιου μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και η κηδεία του έγινε παρουσία του νέου Αυτοκράτορα Ιουλιανού, στο ναό των Αγίων Αποστόλων. Η Σύγκλητος κατέταξε τον Κωνστάντιο ανάμεσα στους θεούς

Ο Κωνστάντιος Β’ υποστήριξε εμφανώς τον χριστιανισμό, μη ακολουθώντας όμως τη μετριοπαθή θρησκευτική πολιτική του πατέρα του Κωνσταντίνου. Σε αντίθεση με τους αδελφούς του υπήρξε οπαδός του αρειανισμού και, έχοντας κοντά του τον Ευσέβιο Νικομηδείας, πολέμησε με πάθος τη χριστιανική ορθοδοξία, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο. Σε νέα Σύνοδο που συγκάλεσε σε Ρίμινι και Αριμίνο (δίδυμη, 359) ανακήρυξε τον αρειανισμό επίσημο θρησκευτικό δόγμα της Αυτοκρατορίας. Πολύκροτο ζήτημα υπήρξε επί της εποχής του εκείνο του Αθανασίου Αλεξανδρείας. Κατά την εποχή της βασιλείας του ισχυροί επίσκοποι, που πρόσκεινταν περισσότερο στους Ομοίους (αμιγής αρειανισμός) συνδέθηκαν στενά με τον γραφειοκρατικό μηχανισμό της Αυλής, αποτελώντας μία ακόμα προνομιούχο και ευνοημένη κοινωνική ομάδα. Ο Κωνστάντιος προώθησε ενεργητικά τον αρειανισμό θεωρώντας τον ως το πιο αποδεκτό φιλοσοφικά και συμβατό με τον νεοπλατωνισμό χριστιανικό δόγμα, βλέποντάς τον σαν θρησκεία "των μορφωμένων χριστιανών Απολογητών μιας προηγούμενης γενιάς, ενάντια στη νέα ύποπτη ευλάβεια του Αθανασίου που βασιζόταν στον αυξανόμενο ενθουσιασμό των Αιγυπτίων μοναχών". Η ριζοσπαστική, απροκατάληπτη άρχουσα τάξη που είχε καταλάβει τη δημόσια διοίκηση επί Ιλλυριών Αυτοκρατόρων και είχε αποκτήσει αυλικό προφίλ επί Κωνσταντίνου Α’, τώρα ως σκοπό θέτει τον προσεταιρισμό της χριστιανικής Εκκλησίας ως όργανο εξυπηρέτησης των φιλοδοξιών της. Παρόμοια είναι η κατάσταση και στις δυτικές επαρχίες, αλλά σε μικρότερο βαθμό καθώς ο χριστιανισμός δεν είχε τόση διάδοση στη ρωμαϊκή Δύση.

Ο Κωνστάντιος εξέδωσε διατάγματα τα οποία υποβάθμιζαν την ελληνορωμαϊκή αστική λατρεία, απομακρύνοντάς την από την κρατική εξάρτηση και πρόταση. Χαρακτηριστικό είναι το διάταγμα το οποίο ανέφερε πως έπρεπε «Να παύσουν όλες οι δεισιδαιμονίες και να ξεριζωθεί η ανισορροπία των θυσιών», ενώ σταδιακά απέσυρε την κρατική χρηματοδότηση από τις επίσημες τελετουργίες της.

Με διάταγμά του επίσης αποφάσισε το κλείσιμο όλων των ναών, πλην των χριστιανικών, στην υπαρχία της Ανατολής, αλλά και την απαγόρευση επί ποινής θανάτου και κατάσχεσης της περιουσίας, σε όποιον προσέφερε θυσίες σε θεούς.
 
Τελικώς αυτές οι εξελίξεις αποτέλεσαν μεγάλο πλήγμα για την, έτσι κι αλλιώς ευρισκόμενη σε υποχώρηση μετά την κρίση της ρωμαϊκής κοινωνίας κατά τον τρίτο αιώνα, αστική ελληνορωμαϊκή λατρεία. Ωστόσο ο χριστιανισμός, αν και φανερά ευνοούμενος πλέον από το ρωμαϊκό κράτος, δεν επικρατεί ακόμα απόλυτα και ευρίσκεται σε μία ευαίσθητη ισορροπία με το παλαιότερο θρησκευτικό status quo, αφού παρά την πρότασή του η σειρά των διαταγμάτων σχετικά με την εθνική θρησκεία δεικνύουν πως «ο εθνισμός εξηκολούθει να είναι επίσημος θρησκεία του κράτους». Την εποχή άλλωστε αυτή οι πληθυσμοί των μεγάλων ρωμαϊκών πόλεων είναι στην πλειονότητά τους θρησκευτικά μεικτοί, ενώ στα χωριά της υπαίθρου ο χριστιανισμός ακόμα δεν έχει μπορέσει να διαταράξει μία παράδοση αιώνων.

Η συμπάθεια που εξαρχής επέδειξε ο Κωνστάντιος στους Ομοίους (μία εκ των τριών αρειανικών ομάδων) οδήγησε τους χριστιανούς αντιπάλους του να τον αποκαλέσουν «εχθρό της ορθοδοξίας» αφού ως «μονοκράτωρ...εθεώρησεν εύκολον την επιβολήν των αρειανικών απόψεων καθολικώς» όχι μόνο στέλνοντας στην εξορία ορθοδόξους επισκόπους, αλλά επιβάλλοντας και γενικότερο, «συστηματικό διωγμό εναντίον των οπαδών του Συμβόλου της Νικαίας». Για το ζήτημα των διώξεων επί Κωνσταντίου, ο  Αυτοκράτορας Ιουλιανός ο οποίος τον διαδέχθηκε, έγραφε σε επιστολή του: «είχα τη γνώμη ότι οι αρχηγοί των Γαλιλαίων θα είχαν μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη σ' εμένα παρά στον προκάτοχο μου στη διοίκηση, γιατί επί βασιλείας του έτυχε πολλοί απ' αυτούς να εξοριστούν, να καταδιωχθούν και να φυλακιστούν και μάλιστα πολλές φορές να σφαγεί μεγάλος αριθμός απ' αυτούς τους λεγόμενους αιρετικούς, όπως στα Σαμόσατα, στην Κύζικο, στην Παφλαγονία, στη Βιθυνία, στη Γαλατία και σε πολλά άλλα μέρη, όπου ολόκληρες κωμοπόλεις λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν».

Ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο περίπου (μέσα του 4ου αιώνα), «ήταν η εποχή που η φιλυποψία του Κωνστάντιου άρχισε να αποκτά διαστάσεις μανίας καταδιώξεως. Οι αμέτρητοι μυστικοί αστυνομικοί του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος επωφελήθηκαν από αυτή την κατάσταση για να καταστρέψουν τη σταδιοδρομία κάθε ταλαντούχου στρατηγού και πολιτικού, που δεν ανήκε στην παράταξή τους». Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος αναφέρει τον τρόμο που «ένιωθε ο Κωνστάντιος Β΄, όταν σκεπτόταν ότι μπορεί να υπήρχαν άνθρωποι που ζητούσαν χρησμούς σχετικά με τη ζωή και τον θάνατό του. Τον τρόμο αυτό φρόντιζαν να καλλιεργούν κόλακες οι οποίοι του υπέβαλλαν την ιδέα ότι πολλοί συνωμοτούσαν εναντίον του, ζητώντας χρησμούς από τα μαντεία για το μέλλον του, και ότι η μοίρα του εξόντωνε όλους όσους προσπαθούσαν να την επηρεάσουν». Επρόκειτο, για μια γενικευμένη κατάσταση της εποχής. «Ο φόβος της μαγείας δεν περιοριζόταν στους αδαείς. Άνθρωποι υψηλής παιδείας όπως ο Πλωτίνος και ο Λιβάνιος πίστευαν σοβαρά ότι είχαν δεχθεί μαγική επίθεση...Έτσι εξηγείται η ανελέητη εφαρμογή των νόμων του Κωνστάντιου Β΄...κατά της μαγείας [που] τώρα πια έγινε αιτία θανατικής ποινής».

Δεν υπήρξε και τόσο ευτυχής οικογενειάρχης, αφού πέθανε άτεκνος, καθώς ούτε από την πρώτη σύζυγο, (ξαδέλφη του) κόρη του θείου του Ιουλίου Κωνστάντιου, ούτε από τη δεύτερη την από Θεσσαλονίκης Ευσεβία που νυμφεύθηκε στο Μεδιόλανο το 353 απέκτησε παιδί, από δε την τρίτη που νυμφεύθηκε στην Αντιόχεια το 361, την Φαυστίνα, απέκτησε ένα κορίτσι, το οποίο όμως γεννήθηκε μετά τον θάνατό του.

Στα επίσημα έγγραφα υπέγραφε με την φράση «mea aeternitas» (η εμού αιωνιότης). Υπήρξε πολύ βαθύς τυπολάτρης. Απέφευγε και την παραμικρή χειρονομία για να μη μειωθεί το μεγαλείο του αξιώματός του. Προκειμένου να επιδεικνύει την μεγαλοπρέπειά του αναζητούσε ευκαιρίες εορτών. Γιόρτασε την 10ετηρίδα και 20ετηρίδα από της αναρρήσεώς του στο θρόνο (22 Μαΐου 357) στη Ρώμη με 30ήμερες εορτές και αγώνες. Στο στολισμό της Κωνσταντινούπολης συνέβαλε με το στήσιμο του οβελίσκου που σήμερα δεσπόζει του Λατερανού. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή των ιστορικών της εποχής του ότι ο Κωνστάντιος διερχόμενος με το άρμα κάτω από αψίδες έσκυβε ελαφρά φοβούμενος μήπως ακουμπήσει το κεφάλι του σε αυτές!

Δύο όμως μεγάλα γεγονότα θεωρούσε ως θεία τιμωρία για τους φόνους των συγγενών του που καθόλου δεν εμπόδισε, τον ατέλειωτο Περσικό πόλεμο και την ατεκνία του.



  1. Βλάσιος Φειδάς, «Εκκλησιαστική Ιστορία», Εκδόσεις Διήγηση.
  2. A. Vasiliev, «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», Εκδόσεις Πάπυρος.
  3. Βασίλειος Στεφανίδης, «Εκκλησιαστική Ιστορία», Εκδόσεις Παπαδημητρίου.
  4. Κόλια-Δερμιτζάκη Αθηνά, «Ο Βυζαντινός Ιερός Πόλεμος», Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1991.
  5. Χρήστου Παναγιώτης, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Γ', Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1987.
  6. Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, «Το Βυζαντινό Κράτος», Ερμής, Αθήνα 1988.
  7. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ζ', «Βυζαντινός ελληνισμός - πρωτοβυζαντινοί χρόνοι 324-642 μ.Χ.», Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1978.
  8. Επιστολή Ιουλιανού προς Βοστρήνους (362 μ.Χ.), μτφρ. "Κάκτος" στο Ιουλιανός-Άπαντα, τόμ. 5, Κάκτος, Αθήνα 1994. 
  9. Βακαλούδη Αναστασία, «Η μαγεία ως κοινωνικό φαινόμενο στο πρώιμο Βυζάντιο, 4ος-7ος μ.Χ. αι.», Ενάλιος, Αθήνα 2001.
  10. Dodds R. Ε., «Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια Εποχή Αγωνίας», Αλεξάνδρεια, 1995.


    ΖΗΝΩΝ  ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...