Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

12. ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΙΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

ΟΙ  ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΕΣ  ΠΟΛΕΙΣ  ΤΗΣ  ΒΟΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Ε.   Στρώμνιτσα - Αστραίον   

Η  κατεχόμενη  σήμερα  από  βουλγάρους  Στρώμνιτσα είναι  η αρχαία  ελληνική  

πόλη  Αστραίον 

        Στρώμνιτσα ή Στρούμιτσα είναι πόλη της  κατεχόμενης  από  βουλγάρους 
Βόρειας  Μακεδονίας. Τη διαρρέει ο ποταμός Στρούμιτσα (ή Στρωμνιτσιώτης), 
παραπόταμος του Στρυμώνα. Σήμερα  έχει  55.000  κατοίκους.
        Η αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή έχει αποκαλύψει πλήθος αρχαίων
ελληνικών αγαλμάτων, αγγείων, νομισμάτων, ελληνικών (και λίγων ρωμαϊκών) επιγραφών.
        Κατά την Ελληνική  αρχαιότητα η πόλη ονομαζόταν Αστραίον  και  ήταν 
σημαντικό κέντρο των Παιόνων και μετέπειτα των Ελλήνων  Μακεδόνων.
       Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, ονομάστηκε Τιβεριούπολις. Υπήρξε σημαντικό αστικό και πολιτισμικό κέντρο της περιοχής  στην  περίοδο  της  Βυζαντινής  αυτοκρατορίας.  Από τη βυζαντινή περίοδο σώζονται  σημαντικές εκκλησίες.
      Το Πάσχα του 1330 ο βυζαντινός απεσταλμένος και πολυΐστορας Νικηφόρος Γρηγοράς 
πηγαίνοντας για διπλωματική αποστολή στην αυλή του Σέρβου  ηγεμόνα Κράλη  «είς τι πολίχνιον υπερνεφελές, Στρούμμιτζαν ούτω πως εγχωρίω καλούμενον».
Φωτογραφία από την  Ελληνική   Στρώμνιτσα το έτος 1903
Η Στρώμνιτσα θα ακολουθήσει τη μοίρα της περιοχής, θα καταληφθεί από τους Οθωμανούς και θα πορευτεί  σκλαβωμένη   στους σκοτεινούς αιώνες της ισλαμικής οθωμανικής κυριαρχίας.
     Σιγά  σιγά  το  δημιουργικό  και  αδούλωτο  πνεύμα  του  ελληνικού  λαού  αρχίζει να  
εκδηλώνεται  και  στην  σκλαβωμένη  Στρώμνιτσα.  Εργατικοί  και  φιλοπρόοδοι Στρωμνιτσιώτες  από  το  1600  ήδη,  με   ιδιωτικές  δωρεές,  χτίζουν  σχολεία  και οικοτροφεία  για  τα  ελληνόπουλα  της  Στρώμνιτσας.
   « Μεταξύ αυτών πρέπει νά μνημονευθούν ιδιαιτέρως ό Άρχων Λογοθέτης Χατζηγρηγώρης Καραμανώλης, ό φιλόλογος Χρήστος Παραπέσκας, ό Καρατάνης Κοβάτσης, ό Μίσιος Παπαγρηγορίου, ό Βασίλειος Δάρδανης, ό Παντελής Σαμολαδάς, ό Βασίλειος Χατζηζωγράφου, ό Κωνσταντίνος Καραμανώλης, ό Μιχαήλ ’Αποστόλου, ό ’Ιωάννης Χατζηβέλκου και ύπεράνω όλων ό Κωστάκης Ζαφειρίου,  ό οποίος άφιέρωσε   με  
διαθήκη   «άπασαν την κτηματικήν αύτού περιουσίαν εις την Ελληνικήν κοινότητα  Στρωμνίτσης, έπί τώ όρω όπως  οί έξ αύτης πόροι διατίθενται ύπέρ του  οικοτροφείου της πόλεως  και της φιλοπτώχου άδελφότητος ' 'Η πρόοδος’». .


Τό σχολικόν έτος 1873/1874 λειτουργούσε  μέσα  στην Στρώμνιτσα  «έλληνικόν σχολείον» μέ 44 μαθητές, δημοτικό μέ 112 μαθητάς και έν νεοϊδρυμένο παρθεναγωγεϊο μετά  νηπιαγωγείου μέ 5 μαθήτριες .
    Άρχές του  1883 λειτουργούν μέσα  στην  Στρώμνιτσα  τά  εξής σχολεία:

«Εν  ήμιγυμνάσιον, μέ 25 μαθητές,  εν έλληνικόν σχολείον μέ 100 μαθ., δεκατρία
 δημοτικά σχολεία εις πόλιν και χωρία,  μέ 542 μαθ.,  εν παρθεναγωγεϊον μέ 49 μαθ.  και  εν νηπιαγωγείον μέ 235 μαθ. ,   ένώ δέκα ετη άργότερα, το 1893/1894, εις πλήρη άνθισιν ευρισκόμενη ή σχετική κίνησις αριθμεί εις Στρώμνιτσαν μίαν άστικήν, εν διτάξιον προγυμνάσιον, εν παρθεναγωγεΐον και δύο νηπιαγωγεία μέ σύνολον 615 μαθητων και μαθητριών».  
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΣΤΡΩΜΝΙΤΣΑΣ

«'Υπήρχον σχολεία, τό 1873 εις 12 χωριά, τό 1878-1879 εις 15 χωρία μέ ισαρίθμους διδασκάλους και 675 μαθητάς, τό 1882 εις 9 χωρία: Έλεοΰσα, Κουκλήσι, Βασίλοβο, Γάμπροβο, Κολέσινο, Μοκρύοβο, Ζούμποβο, Νεοχώρι (Νοβοσέλο) και Βαλάντοβο μέ 10 διδασκάλους και 289 μαθητάς, τό 1893 εις 10 χωρία: Ρίτσιο, Κοστουρίνο, Μόκρινο, Μοκρύοβο, Ζούμποβο, Μονόσπητο, Κολέσινο, Γάμπροβο και Βασίλοβο , ένώ άρχάς του  20ου αίώνος άπέμειναν 5 μόνον ελληνικά σχολεία εις τά χωρία: Έλεοΰσα, Γάμπροβο, Κολέσινο, Μοκρύοβο και Μόκρινο.   Η  Στρώμνιτσα   άνεπτύχθη τόσον πολύ ώστε κατά τάς άρχάς του 20ου αίώνος ή Ελληνική   παροικία της πόλεως αύτης νά συντηρή εν τριτάξιον ήμιγυμνάσιον, έξατάξιον άρρεναγωγεΐον, εξατάξιον παρθεναγωγεϊον και δύο νηπιαγωγεία μέ 650 συνολικώς μαθητάς περίπου ώς και εν οίκοτροφείον διά την υποδοχήν μαθητών έκ των χωρίων και μάλιστα έκ των οικογενειών θυμάτων του βουλγαρικου κομιτάτου ».
Οι κάτοικοι της περιοχής Στρώμνιτσας συμμετείχαν δραστήρια  στην Επανάσταση του 1821.
Σημαντικοί Έλληνες αγωνιστές ήταν οι οπλαρχηγοί Διακόπουλος  και  ο  καπετάν 

Το  1875  οι  Στρωμνιτσιώτες (μεταξύ των οποίων και  πολλοί  - και  ιδίως -  οι σλαβόφωνοι 
Έλληνες) αποφάσισαν να αντισταθούν κατά των Βουλγάρων και συγκρότησαν γι’ αυτό το σκοπό πατριωτική ομάδα.
        “Το Πάσχα του έτους 1875 συνελθόντες εις την οικίαν του Δ. Παπαδιονυσίου, οι, Νικόλαος Ε. Οικονομίδης, Κωστάκης Γραικού, Κων. Δημ. Μίσσιου, Γρηγ. Παπαδιονυσίου, Ι. Παπαδιονυσίου, Δημ. Αγγειοπλάστης, Γεώργ. Κόλλιου, Γεωργ. Μούλκας, Κων. Αμπράσης, Κων. Κωνσταντινίδης καί Παντελής Γουγούσης, αντιπροσωπεύοντες δε οι ανωτέρω καί τούς παρακάτω ειλικρινείς καί ενθέρμους πατριώτας Δημ. Καλινίκην, Παντελήν Πάκον, Εμ. Πώνην, Κων. Κολιούσκαν, Γ. Κολιούσκαν, Γρηγ. Ταμανίμην, Κύρον Τοπούζην, Γρηγ. Τράϊνον, Πρωτοπαππάν (παπά Νικόλαν), Γρηγ. Δανιήλ, Ιω. Ιόφτσου, Παντ. Σαμουλαδάν καί Γεώργ. Ντουλμπέρη, απεφάσισαν καί κατήρτισαν  
Πατριωτικήν ομάδα αντιστάσεως, προγραμματίσαντες συνάμα την ημέραν εκείνην σχέδιον αντάξιον γνησίων Ελλήνων ηρώων, εξέλεξαν δε αρχηγόν τόν Παντελήν Γουγούσην”.
        Κατά τη Μακεδονική επανάσταση του 1878, οι Στρωμνιτσιώτες δήλωσαν πάλι παρόντες, ζητώντας επίμονα οπλισμό από το Ελληνικό προξενείο Θεσσαλονίκης καθώς επίσης και στο Μακεδονικό Αγώνα με σημαντικότερους οπλαρχηγούς τους Ευάγγελο Κουκουδέα και Δημήτριο Τσιτσίμη. Ο διατελέσας από το 1902 έως το 1908
Μητροπολίτης Τιβεριουπόλεως και Στρωμνίτσης Γρηγόριος Ωρολογάς , ο μετέπειτα μάρτυρας Μητροπολίτης Κυδωνιών Μικράς Ασίας, συνετέλεσε στη διατήρηση του ελληνικού στοιχείου της πόλης και την ενίσχυση του Μακεδονικού Αγώνα.


Η Ελληνική κοινότητα έπαθε μεγάλες ζημιές από πυρκαϊά το 1896  (εμπρησμός από  
βούλγαρους; )  κατά την οποία καταστράφηκαν οι δύο ναοί και τα σχολεία της. Οι Έλληνες  κάτοικοι  όμως  με  εράνους  και  προσωπική  εργασία  τα  ξανάχτισαν.
     Με βάση την οθωμανική στατιστική του 1905, στη Στρώμνιτσα κατοικούσαν 5.617  Έλληνες ορθόδοξοι, 4.138 μουσουλμάνοι, 1100 Βούλγαροι εξαρχικοί και 720 Εβραίοι.


Όταν ο βουλγαρικός στρατός υποχώρησε μετά τη μάχη του Καστορίνου ή Κουστουρίνου πέρασε από την Στρώμνιτσα. Εκεί  διασπάστηκε. Δημιουργήθηκαν τότε ληστρικά μπουλούκια που λεηλάτησαν τα ελληνικά και οθωμανικά καταστήματα της αγοράς της πόλης. Μπήκαν σε ελληνικά σπίτια τα κατέστρεψαν και άρπαξαν ότι έβρισκαν: χρήματα, τιμαλφή και άλλα πολύτιμα ευμετακόμιστα αντικείμενα.

Σύμφωνα με τηλεγράφημα που εστάλη από τη Δοϊράνη προς το Υπουργείο Στρατιωτικών «ο Έλληνας ιερέας Παπακωνσταντίνος σκοτώθηκε με άγριο τρόπο από τους Βουλγάρους, τραυματίστηκε η σύζυγός του, η κόρη του διέφυγε την ατίμωση πηδώντας από το παράθυρο του σπιτιού τους.»
Το πολυπληθές ελληνικό στοιχείο της πόλης είχε τρομοκρατηθεί από τις βιαοπραγίες των Βουλγάρων. Κλείστηκε στα σπίτια του σε αναμονή του ελληνικού στρατού.

Οι Βούλγαροι παρόλα αυτά διέρρηξαν το σπίτι του Έλληνα Αβδέλουσκότωσαν έναν οικογενειακό φίλο από τη Γευγελή που τον φιλοξενούσαν αφού δεν κατόρθωσε να διαφύγει. Ο ιδιοκτήτης σώθηκε αφού διέφυγε από τη στέγη του σπιτιού του. Το ελληνικό στοιχείο δεινοπάθησε 
Συνέλαβαν αρκετούς επιφανείς Έλληνες της πόλης για να τους 
απαγάγουν ως ομήρους
 για να εξασφαλίσουν την οπισθοχώρησή τους.Αναφέρονται μάλιστα και τα ονόματά τους: Κ. Σταμπουλής, Γ. Καραμανώλης, Ι. Βελλίνος, Ν.Βελλίνο, Αθ. Βελλίνο, Β. Τζίνετζη, Τράϊκο, Ν.Στάνη, Ν. Δημητρίου, Ι. Δοϊμενίδη, Κ. Μπομποβίκη, Σωτ. Σταύρου, Ν. Κούλουσχο, Κ. Λαπαπέσκα, Ν. Χρυσίκη, Σ.Παπαγιδάρη, Κ. Μπογδαντάρη, Π. Διαμπουλή, Κ. Παπανικολάου, Β. Νίου, Γ. Μάγειρου, και Ν. Πάρτη.

Ο Έλληνας Μητροπολίτης της Στρώμνιτσας Αρσένιος, μάταια ζήτησε την απελευθέρωσή τους. Δήλωσε, μάλιστα, πως απεκδύεται της ευθύνης για τιςαντεκδικήσεις στις οποίες θα παρασυρθούν οι Έλληνες όταν θα κυριεύσουν την πόλη κατά των Βούλγαρων κατοίκων της πόλης και των χωριών, αν οι συλληφθέντες πρόκριτοι απάγονταν ή κακοποιούνταν.

Οι Βούλγαροι άκουσαν τον Μητροπολίτη που μίλησε ενώπιον των κατοίκων της Στρώμνιτσας και τους άφησαν ελεύθερους εκτός από δύο του Γ. Καραμανώλη και Ι. Βελλίνου, τους οποίους έσφαξαν.

Για να εκδικηθούν μάλιστα τον Αρσένιο, προσπάθησαν να τον κλείσουν στο χολεροκομείο της πόλης, ως δήθεν χολεριασμένος. Για να μη χαρακτηριστεί ως ύποπτο το φρικιαστικό αυτό κακούργημα πίεζαν τον γιατρό ανεψιό του Μητροπολίτη να συντάξει
 γνωμάτευση που να πιστοποιεί το νόσημα. Ευτυχώς ο Αρσένιος κατάφερε να διαφύγει τη νύκτα σε γειτονικό χωριό. Εκεί χριστιανοί κάτοικοι τον κρύψανε μέχρι τη φυγή των Βουλγάρων από τη Στρώμνιτσα.

(Η εκκλησία της Θεοτόκου Ελεούσας του 1080.
 Στην είσοδο υπάρχει ελληνική κτητορική επιγραφή).

Η μονή Παναγία Ελεούσα


Χτισμένο πάνω σε ένα βραχώδες οροπέδιο, το μοναστήρι της Παναγίας της Ελεούσας βρίσκεται, περίπου επτά χιλιόμετρα δυτικά της Στρώμνιτσας, στο χωριό Ελεούσα Στρώμνιτσας. Το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1080 με προσωπική προσπάθεια του μοναχού Μανουήλ, ο οποίος αργότερα έγινε Επίσκοπος της Στρώμνιτσας. Υπάρχουν πολυάριθμες γραπτές πηγές σχετικά με αυτό το μοναστήρι, τα περισσότερα από τα οποία φυλάσσονται στα αρχεία της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους. Στις μαρμάρινες πλάκες στο υπέρθυρο της πόρτας εισόδου της μονής αναγράφεται στα ελληνικά: «Η εκκλησία της Υπεραγίας Θεοτόκου του Ελεήμονος (Ελεούσας) είναι κτισμένο από τα θεμέλια από τον μοναχό Μανουήλ, ο οποίος έγινε Επίσκοπος Τιβεριούπολης (Στρώμνιτσα) το έτος 6588 (1080) ινδικτιώνα 3.
Το τυπικό, τα χρυσόβουλλα και ΟΛΑ  τα  έγγραφα της ονομαστής μονής της Παναγίας της Ελεούσας (ιδρύθηκε το 1080) αναφέρουν πλήθος ελληνικών ονομάτων, τα οποία μαρτυρούν τον ελληνισμό της περιοχής  από  αρχαιοτάτων  καιρών.
(Από την κατάληψη της Στρώμνιτσας από τον ελληνικό στρατό
κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο)
 Η πόλη απελευθερώθηκε  από το ελληνικό ιππικό στις επτά το απόγευμα της Τετάρτης 26 Ιουνίου 1913.
Μία ώρα μετά, βουλγαρικές ομάδες στρατιωτών που οπισθοχωρούσαν έκαναν προσπάθεια να μπουν στην πόλη. Ειδοποιήθηκαν όμως από ανιχνευτές τους πως στην πόλη βρισκότανε ήδη ελληνικός στρατός. Τράπηκαν σε φυγή και έτσι σώθηκε η Στρώμνιτσα από νέες λεηλασίες και σφαγές.
Χαρακτηριστικά μάλιστα αναφέρεται πως η εμφάνιση των Βούλγαρων ανιχνευτών προκάλεσε πανικό και σχεδόν όλοι οι κάτοικοι για το φόβο των σφαγών βγήκαν μισόγυμνοι με παιδιά και γυναίκες και διανυκτέρευσαν στα γύρω υψώματα.

Νωρίς το πρωί αποκαταστάθηκε η τάξη. Ενθουσιώδης εκδηλώσεις ακολούθησαν από τους χιλιάδες Έλληνες και εκατοντάδες Οθωμανούς. Και όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά: «ενθουσιωδέστερον των Ελλήνων πανηγυρίζουν οι Τούρκοι την απολύτρωσιν
 εκ της βουλγαρικής τυραννίας.»


Οι Έλληνες κάτοικοι της Στρώμνιτσας μαζεύτηκαν στην κεντρική αγορά της πόλης και μαζί με τα γυναικόπαιδα βγήκαν αναμνηστική φωτογραφία με τους Έλληνες στρατιώτες.
Η  Στρώμνιτσα με την κατάληψη από τον ελληνικό στρατό σώθηκε και δεν έπαθε το παραμικρό,  εκτός των ελληνικών οικιών οι οποίες καταστράφηκαν και κάηκαν από τους βουλγαρο - κομιτατζήδες. Η υποδοχή μάλιστα που τους επιφυλάχτηκε ήταν αυτή των ελευθερωτών.

Ένα μήνα όμως αργότερα, ο ενθουσιασμός των Ελλήνων κατοίκων που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της πόλης, μετατράπηκε σε γοερό κλάμα.

Έμελλε να ξεριζωθούν μετά από χιλιάδες χρόνια και να κάψουν με τα ίδια τα χέρια τους τα σπίτια που εγκατέλειπαν για να έρθουν εντός των ορίων της νέας Ελλάδας.
       Μετά τους βαλκανικούς πολέμους το (1913 οι  «έλληνες  πολιτικοί»  την παρέδωσαν  στο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων με τη συνθήκη Βουκουρεστίου.
     Εντυπωσιακά είναι τα γεγονότα που ακολούθησαν.
Μόλις μαθεύτηκε το νέο, οι Έλληνες Στρωμνιτσιώτες συγκεντρώθηκαν  στη Μητρόπολη και επέλεξαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους. Στις 13 Αυγούστου 1913 πυρπόλησαν οι ίδιοι τα σπίτια τους και διέφυγαν στις ελεύθερες περιοχές.
Οι εναπομείναντες υπέστησαν τη σερβική πολιτική εκσλαβισμού. Το 1925 έκλεισαν τα εναπομείναντα ελληνικά σχολεία. Στην απογραφή του 1945 δεν αναφέρονται Έλληνες στην πόλη.
 Από το 1913 έως το 1919, οι περισσότεροι Έλληνες εκδιώχθηκαν  στην  Ελληνική επικράτεια, στη Μακεδονία και εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς και τη Θεσσαλονίκη.
     Μέχρι τότε, ο Ελληνισμός αποτελούσε  την  κύρια συνιστώσα της πόλης,  η οποία ήταν έδρα  και Ελληνορθόδοξης  Μητρόπολης.
Ο  ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ  ΤΗΣ  ΣΤΡΩΜΝΙΤΣΑΣ,  ΤΗΣ  ΠΑΝΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ  ΠΟΛΗΣ  ΑΣΤΡΑΙΟΝ,   ΗΤΑΝ  ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟΣ.
ΚΑΠΟΤΕ  ΟΜΩΣ  ΘΑ  ΓΥΡΙΣΟΥΝ  ΠΙΣΩ,
Πάλι  με  χρόνους,  με  καιρούς.
Πάλι  δικά  μας θάναι.


ΣΕΜΣΗΣ: 

ΜΙΑ  ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ  ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ  ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΑΠΟ  ΤΗΝ  ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΗ  ΑΠΟ  ΒΟΥΛΓΑΡΟΥΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΣΤΡΩΜΝΙΤΣΑ - ΑΣΤΡΑΙΟΝ

Δημήτρης  Σέμσης

O  Στρωμνιτσιώτης   Μακεδόνας   Κουκουδέας  Δημήτριος   ή Σέμσης  ήταν  «το καλύτερο βιολί του κόσμου».

Ο Δημήτρης Σέμσης ή Σαλονικιός 
(Στρώμνιτσα 1883 – Αθήνα 1950).

Ο Δημήτριος Σέμσης ή Σαλονικιός (1883 - 1950), βιρτουόζος παραδοσιακός βιολιστής. Γεννήθηκε  με  το  όνομα  Κουκουδέας Δημήτριος το 1883 στη  Στρώμνιτσα της  
κατεχόμενης  από  βουλγάρους  σήμερα  Βόρειας  Μακεδονίας,   η οποία την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας ανήκε στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης.
Ο πατέρας του και ο παππούς ήταν Ομπρελάδες και επίσης βιολιστές. Στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα, συμμετείχε στη μπάντα ενός τσίρκου, το οποίο περιόδευε σε όλατα Βαλκάνια.
 Αργότερα εντάχθηκε σε άλλες περιοδεύουσες ορχήστρες και έπαιξε στην ΤουρκίαΣυρία
ΑίγυπτοΣουδάν και αλλού. Μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η Στρώμνιτσα πέρασε στο Βασίλειο της Σερβίας. Στο τέλος του 1919 η οικογένεια του Δημήτριου Σέμση μετανάστευσε στη Θεσσαλονίκη. Το 1923 παντρεύτηκε τη Δήμητρα Κανούλα και απέκτησε 4 παιδιά. Στις αρχές του 1927εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα. Αυτή την εποχή έλαβε το προσωνύμιο Σαλονικιός, μάλλον επειδή κάποιοι παράγοντες των δισκογραφικών εταιρειών νόμιζαν ότι καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη.


Είναι ο πρώτος οργανοπαίκτης που το όνομά του αναγράφεται στις ετικέτες δίσκων. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο Δημήτρης Σέμσης ήταν Διευθυντής Ηχογράφησης στην ΗΜV και στην Columbia, θέσεις με μεγάλη επιρροή, τις οποίες και διατήρησε και στις δεκαετίες του 1930 και 1940. Συμμετείχε σε εκατοντάδες ηχογραφήσεις παραδοσιακών, σμυρναϊκών και ρεμπέτικων τραγουδιών στο διάστημα 1924 - 1931, παρουσίασε γύρω στο 1928 τα πρώτα του τραγούδια και το 1931 ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση της His Master's Voice, θέση που κράτησε μέχρι το θάνατό του.
Eγραψε πάνω από 100 τραγούδια.
     Οι συνθέσεις του ηχογραφούνταν από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της εποχής εκείνης, όπως η Ρίτα Αμπατζή, ο Στελλάκης Περπινιάδης και ο Στράτος Παγιουμτζής. Έγραψε ρεμπέτικα και δημοτικά τραγούδια, καθώς και σμυρνέικα και αμανέδες. Πολλοί  
είπαν  για  τον  Στρωμνιτσιώτη  Μακεδόνα  Κουκουδέα  ή  Σέμση  ότι  «έπαιζε το καλύτερο βιολί του κόσμου».
Όπως φαίνεται από τις ηχογραφήσεις, ο Δημήτρης ήταν, χωρίς αμφιβολία, ο μεγαλύτερος βιολιστής που ηχογράφησε στο χώρο του ρεμπέτικου/σμυρνέικου. Ηχογράφησε πολλές εκατοντάδες δίσκους και πολλοί από αυτούς επανακυκλοφόρησαν τα τελευταία χρόνια. Μετά από μια σύντομη νοσηλεία, ο Δημήτρης Σέμσης πέθανε από καρκίνο στην Αθήνα, στις 13 Ιανουαρίου του 1950.  Έχει σήμερα  πολλούς  απογόνους  στην  Ελλάδα.


Στην  πρώτη   φωτογραφία  βλέπουμε δύο σολίστ στο βιολί – ερμηνεύουν το διπλό κοντσέρτο για βιολί του Μπαχ – οι οποίοι είναι ο Ντίνος Κωνσταντινίδης (Ιωάννινα 1929) και οΜιχάλης Σέμσης  (Θεσσαλονίκη 1923 – Αθήνα 1987), γιός του θρυλικού λαϊκού βιολιστή Δημήτρη Σέμση (“Σαλονικιού”) και πατέρας και δάσκαλος των διακεκριμένων σύγχρονων σολίστ Δ. Σέμση και Στάμου Σέμση.
Στην δεύτερη  φωτογραφία  ο μαέστρος Μιλτιάδης Κουτούγκος στη μέση, αριστερά ο Ντίνος Κωνσταντινίδης και δεξιά ο Μιχάλης Σέμσης.
Δημήτρης Σέμσης, Βιολί – Εξάρχων ΚΟΑ
Ο Δημήτρης Σέμσης γεννήθηκε στο Μόναχο το 1959.
Είναι  εγγονός  του  Δημήτρη  Σέμση.  Βιολί έμαθε από τον  πατέρα του Μιχάλη Σέμση ενώ αργότερα συνέχισε τις σπουδές του με τους παιδαγωγούς Τίμπορ Βάργκα και Οττο Μπύχνερ στις Ακαδημίες Μουσικής του Ντέτμολντ και του Μονάχου, καθώς και με τον καθηγητή Αλεξάντερ Πάβλοβιτς στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου. 
Είναι διπλωματούχος του Ωδείου Αθήναιον και του Βασιλικού Κολλεγίου Μουσικής του Λονδίνου.   
Επί δύο χρόνια ήταν μέλος της περίφημης Ορχήστρας Μπαχ του Μονάχου, υπό την διεύθυνση του Καρλ Ρίχτερ. Επί μία δεκαετία ήταν εξάρχων της ορχήστρας δωματίου “Ελληνική Καμεράτα” που ίδρυσε ο πατέρας του Μιχάλης Σέμσης και στη συνέχεια στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών εξάρχων της “Καμεράτα-Ορχήστρας των Φίλων της Μουσικής” της οποίας είναι και συνιδρυτής, από το 1991 μέχρι τον Ιούνιο του 1997.  
Έχει εμφανιστεί σαν σολίστ με συμφωνικές ορχήστρες και ορχήστρες δωματίου και έχει συμπράξει σε συναυλίες μουσικής δωματίου στην Ελλάδα, Γαλλία, Ελβετία, Ιταλία, Ουκρανία, Σερβία, Αγγλία, Γερμανία, Αυστρία, Βουλγαρία, Τουρκία, Η.Π.Α και Ρουμανία.
Έχει πραγματοποιήσει πολλά ειδικά προγράμματα για νέους και παιδιά τόσο στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών όσο και σε όλη την Ελλάδα απ’ την Θράκη μέχρι την Κρήτη καθώς και σειρές ανοιχτών μαθημάτων με  σκοπό την γνωριμία και εξοικείωση των νέων στην κλασσική μουσική.  Ιδρυτικό μέλος του Τρίο “Opus I”, ενός  από τα μουσικά σύνολα του Δήμου Αθηναίων, παρουσίασε πλήθος προγραμμάτων στην Αθήνα και σε πολλές πόλεις της Ελλάδας.Είναι καθηγητής βιολιού στο Ωδείο Αθηνών. 
Από τον Ιανουάριο 1999 ήταν Εξάρχων της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης ως τον Οκτώβριο 2003 οπότε και κατέλαβε την ίδια θέση στην Κρατική ορχήστρα Αθηνών. Συμμετέχει ως βασικός συντελεστής στα εκπαιδευτικά προγράμματα του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής και διευθύνει την Camerata Junior από την ίδρυσή της.  
Ο Δημήτρης Σέμσης παίζει με βιολί κατασκευασμένο από τον Λορέντζο Στοριόνι στην Κρεμόνα το 1794.

TΡIO «OPUS I»

Το Τρίο «OPUS I» ιδρύθηκε το 2000 από τον βιολονίστα Δημήτρη Σέμση. Μέχρι το 2003 ήταν ένα από τα μουσικά σύνολα του Δήμου Αθηναίων. Πραγματοποίησε τακτικές μηνιαίες εμφανίσεις στο Αθηναϊκό Δημοτικό Θέατρο, παρουσιάζοντας τα μεγάλα έργα του ρεπερτορίου καθώς και έργα που σπάνια ακούγονται. Έχει πραγματοποιήσει πολυάριθμες πρώτες Ελληνικές παρουσιάσεις διαφόρων έργων όπως μεταξύ άλλων τα  τρίο των Fanny Mendelssohn, Clara Schumann, Frederic Chopin, Josef Lanner, Julius Klengel καθώς και πρώτες εκτελέσεις Ελληνικών έργων γραμμένων ειδικά για αυτό όπως τα έργα «7/3 for Christmas» του Δημήτρη Συκιά και «Ελληνοτροπίες» για φωνή και τρίο με πιάνο του Λεωνίδα Κανάρη.
Το τρίο «OPUS I» έχει εμφανιστεί σε πολλές Ελληνικές πόλεις (Θεσσαλονίκη, Ρόδος, Ηράκλειο, Λαμία, Χανιά, Πάτρα, Σάμος κ.α.) και σε διάφορους  χώρους της Αθήνας όπως στο αίθριο του Επιγραφικού Μουσείου, στο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Χολαργού, στην αίθουσα συναυλιών του Ωδείου «Μουσικοί Ορίζοντες», στον χώρο Τεχνόπολις, στο Δημοτικό θέατρο στον  Άγιο Σώστη, στην Εθνική Πινακοθήκη κ.α).
Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών έχει εμφανιστεί σε συναυλίες και έχει πραγματοποιήσει εκπαιδευτικά προγράμματα στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος», πολλά από τα οποία μεταδόθηκαν ζωντανά από τον Δημοτικό Σταθμό της Αθήνας 9,84. Από το 2006, το τρίο «OPUS I» δραστηριοποιείται με νέα σύνθεση μουσικών, με την συμμετοχή του πιανίστα Γιάννη Τσανακαλιώτη και του βιολοντσελίστα Αστέριου Πούφτη.
Κατά την περίοδο 2008-9 το τρίο συμμετείχε στο πρόγραμμα του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής» με τίτλο «Δράση Εκτός Έδρας» πραγματοποιώντας συναυλίες, ανοιχτά μαθήματα και ακροάσεις νέων σπουδαστών μουσικής σε 5 πόλεις της Ελλάδας - Βόλος, Λαμία, Ρέθυμνο, Πάτρα, Καλαμάτα (συναυλία στο Δημοτικό Πνευματικό Κέντρο, 30.11.08 ) - με σκοπό την χορήγηση υποτροφιών.
  
Μακεδονικός Αγώνας.
Καπετάν Νικοτσάρας.
Μακεδονομάχος Στρώμνιτσας.


Ο  ΣΤΡΩΜΝΙΤΣΙΩΤΗΣ  ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΣ
 ΠΑΝΤΕΛΗΣ  ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ  
              Ο  Παντελής  Παπαϊωάννου  ήταν  γιος  του Έλληνα  ίερέα  του χωριού   
Κολεσίνου τής Στρώμνιτσας  (Άστραιον)   καί άδελφός του διδασκάλου Ευθυμίου Παπαϊωάννου.
       Ο  Παντελής  Παπαϊωάννου  είχε  άθλητικό  παράστημα  και  ήταν ευρύστερνος  με  
αετίσιο  βλέμμα.

       Νεαρός  ήταν  παλαιστής  και  ελάμβανε  μέρος  στα  πανηγύρια  των ελληνικών  χωριών  της  Στρώμνιτσσας  στους  αγώνες  πάλης.  Ο  νικητής έπαιρνε  ένα  κριάρι  ή  μοσχάρι.  Στους  αγώνες  έπαιρναν  μέρος  και  οι τούρκοι  των  γειτονικών  χωριών,  οι  πεχλιβάνηδες.  
Ο  ακατάβλητος παλαιστής  Παντελής  έπαιρνε  πάντα  το  έπαθλο  προς  μεγάλη  
θλίψη και  απογοήτευση  των  πεχλιβάνηδων,  γιαυτό  είχε  προκαλέσει  το  μίσος όλων  των  τούρκων  της  περιοχής.
       Υπήρχον τότε καί  οι  Κουλτζήδες, αύτοί ήσαν συνήθως τούρκοι Κιουλιάν-μπέηδες (Κουτσαβάκηδες), οι όποιοι έχρησιμοποιούντο  ως ύπάλληλοι του μονοπωλείου καπνού τής γαλλικής εταιρείας Ρεζή, πρός καταδίωξη τών λαθρεμπόρων καπνού. Στην πραγματικότητα
   οι   ίδιοι  ήταν  λαθρέμποροι  καπνού και  δυνάστες  των  Ελλήνων,   καταπίεζαν  τους  
φτωχούς  έλληνες χωρικούς,  ήσαν δέ πάντοτε  οπλισμένοι καί έφιπποι.
Μία   ημέρα, κατά τό 1903,  ένας κουλτζής   στο Κολέσινο,  επιτέθηκε  στον Παντελή,   ο  
οποίος  και  τον  σκότωσε  με  μία  πέτρα.  Για  να αποφύγει  την σύλληψη  έφυγε αντάρτης  στο  Μπέλες.

Ο  ΚΑΠΕΤΑΝ  ΝΙΚΟΤΣΑΡΑΣ   ΑΝΤΑΡΤΗΣ

Στο Μπέλες υπήρχε  ένας  βούλγαρος  κομιτατζής,  ό  Τσερνοπέεφ,  ο οποίος ισχυριζόταν
  ότι  είναι προστάτης όλων των χριστιανών, των εξαρχικών  και των Ρωμιών  πατριαρχικών.    Ο   Παντελής   προσέφυγε και  εντάχθηκε αρχικά  στην  ένοπλη  ομάδα του Τσερνοπέεφ,  ο  οποίος  προπαγάνδιζε  το  σύνθημα «Η Μακεδονία για  τους Μακεδόνας με  μόνο εχθρό  τον  Τούρκο». Ο Έλληνας  Μακεδών Παντελής  Παπαιωάννου δεν εύρισκε   κάτι  αντεθνικό ή αντιχριστιανικό  στο  σύνθημα  αυτό,  σαν  παιδί   Έλληνα  ιερέα.  (Πόσο 
μοιάζει  η  κατάσταση  αυτή  του  1903  με  την  ανάλογη  συμπεριφορά  των εβραιοκομμουνιστών  του  ΕΑΜ  το  1943;)

    Ο  Τσερνοπέεφ   ποτέ  δεν  περίμενε  τέτοιο  ανέλπιστο  δώρο.   Έχρισε τον Παντελή πρωτοπαλλήκαρό του καί τον εφωδίασε με τον  απαραίτητο οπλισμό.  Ήταν  πρώτης τάξεως ευκαιρία να χρησιμοποιεί  τον  Παντελή  σαν δόλωμα  προς  προσηλυτισμό των ελληνικών χωριών.  Σε  λίγο  καιρό   ο Τσερνοπέεφ  άρχισε  να  καταπιέζει  τα  ελληνικά  
χωριά  ζητώντας  συνεχώς χρήματα.  Ο  Παντελής  άρχισε να  αντιλαμβάνεται  ότι  η  
οργάνωση  απέβλεπε  στον  εκβουλγαρισμό  της  περιοχής  και  όχι  στην απελευθέρωση από τον τουρκικό  ζυγό. 
      Στα   τέλη του  1904  άρχισαν οι  Βούλγαροι νά διαπράττου εγκλήματα κατά τών Ελλήνων.  Ο  Παντελής  τότε  συνεννοήθηκε  με   τους  δικούς του,  ιδίως  με τον θείο  του  
Νικόλαο  Αντωνιάδη, ιατρό,  ο οποίος  ήταν επίλεκτο μέλος  της  οργανωτικής  επιτροπής
  του  Μακεδονικού Αγώνα  στην  Στρώμνιτσα.

Για  να κατορθώσει  να  απαγκιστρωθεί  ζήτησε νά επισκεφθεί   την Σόφια  με τον  συγγενή  
του  Ευθύμιο  Μποριόβαλη.  Έτσι  ο  Παντελής  μέσω  Σόφιας  και Βάρνας  έφθασε  
ατμοποϊκώς στην Αθήνα και ο Μποριόβαλης  επέστρεψε στην Στρώμνιτσα  σιδηροδρομικώς  μέσω  Βελιγραδίου.

Ο  ΚΑΠΕΤΑΝ  ΝΙΚΟΤΣΑΡΑΣ  ΣΤΟ  ΒΑΛΤΟ  ΤΩΝ  ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ

   Μετά ολιγοήμερη παραμονή  του  Παντελή  στην  Αθήνα   προωθήθηκε,  σαν 
έμπειρος  
πολεμιστής στον  Βάλτο  Γιαννιτσών, όπου  διεξαγόταν  ο δυσκολότερος  αγώνας  κατά  
των  Βουλγάρων.


Εκεί  συνδέθηκε  με  στενή φιλία με τον καπετάν Γκόνον  έκ  Γιαννιτσών, τον άδάμαστο αυτόν αγωνιστή  και μαζί με τον καπετάν Παναγιώτη Τζανετέα αγωνίστησαν   όλοι γενναία   προς κατάληψη  των  καλυβιών  των  ορμητηρίων των βουλγαροκομιτατζήδων.

Δημήτριος Γκογκολάκης (καπετάν Μητρούσης) 
από το Χομόνδο Σερρών.

 Οταν   ο   Παντελής  βρισκόταν  στην  Αθήνα  γνώρισε  τον  επίσης  ακατανίκητο καπετάν Μητρούση (Γκογκολάκη) των Σερρών.

Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΝΙΚΟΤΣΑΡΑΣ ΠΙΣΩ  ΣΤΗΝ ΣΤΡΩΜΝΙΤΣΑ
Η  ΠΡΟΔΟΣΙΑ  ΚΑΙ  Ο ΘΑΝΑΤΟΣ  ΤΟΥ  ΗΡΩΑ

   Την  άνοιξη  του  1907  ανακλήθηκε  ο  Νικοτσάρας  από  την λίμνη Γιαννιτσών  και  πήγε  
στην  Αθήνα  για  να  λάβει  οδηγίες.    Το  σχέδιο  ήταν να  προωθηθεί  στην  περιοχή  
Στρώμνιτσας  και  εκεί  να  στρατολογήσει  επί τόπου  ντόπιους  Έλληνες  της  περιοχής. . 

Ο   
Ѳ. Σέντερης  υπηρετούσε  τότε στο  Ναυτικό  και  γυμναζόταν  για  την ένταξή  του  στο  
ανταρτικό  σώμα.  Είχε συνοδεύσει  τον  Καπετάν Νικοτσάρα μέχρι  του  θανάτου  του. 
Περιγράφει  ως  εξής  τα  γεγονότα: 

«Κατά τήν άνοιξιν του 1907 υπηρετών εις το πολεμικόν ναυτικόν καί γυμναζόμενος είδικώς διά τήν συμπλήρωσιν τών κενών του Μακεδονικού Άγώνος είδοποιήθην άπό το Κέντρον ’Αθηνών δτι έγίνετο προετοιμασία αποστολής ένός άνταρτικού σώματος διά τήν περιφέρειαν Στρωμνίτσης μέ άρχηγόν τον Καπετάν Νικοτσάραν.
 Πήρα εικοσιτετράωρον άδειαν καί παρουσιάσθην είς τον άρχηγόν του Κέντρου, λοχαγόν Κώσταν Μαζαράκην, καί τον παρεκάλεσα νά μέ έντάξη εις το προαναφερθέν σώμα.
Μέ ήρώτησεν άν ήξεύρω τούρκικα καί είπον ναί.
Τότε θά πας εις τον Καπετάν Νικοτσάρα πού βρίσκεται στο Βόλο νά σέ πάρη μαζί του ψυχογυιό. Μούδωσε συστατική έπιστολή καί έφυγα αμέσως.
Έκει άντάμωσα τον Νικοτσάρα μέ ενα Λοχία καί ένα δεκανέα πού μού τούς σύστησε ως συντρόφους του καί ότι τήν άλλην ήμέραν θά φεύγαμε γιά τήν Λάρισσαν.
’Από έκει έφύγαμε οί τέσσερεις μέ πολιτικήν ενδυμασίαν διά Τέμπη καί Τσάγεζι μέ ταχυδρομικήν άμαξαν τά μεσάνυχτα.
Προς τά  έξημερώματα κοντά στά Τέμπη μάς περιέκοψε ενας λαγός. 'Ο ’Αρχηγός λέγει: 'παιδιά λαγός μάς περιέκοψε- ή δουλειά μας δέν θά πάει καλά. 'Ο Θεός βοηθός’. Μετά άπο τρεις ήμέρας ήλθε μιά ψαρόβαρκα εις το Τσάγεζι καί παρέλαβε μόνον τον ’Αρχηγό γιά ήμάς θά ήρχετο ψαροκάραβο νά πάρη πολεμοφόδια όπλα καί καμμιά 20 άντρες πού προορίζοντο γιά τήν Λίμνη τών Γιαννιτσών.

Μετά δύο βραδυές ήλθε το ψαροκάραβο ψαρεύοντας καί μάς πήρε καί μάς έρριψε είς τά ιχθυοτροφεία Θεσσαλονίκης όπου μάς περίμενε άποστολή νά μάς κατευθύνη εις το χωρίον Κλειδί του Ρουμλουκίου όπου ό Μπέης ήτο φιλέλλην καί θά μας έκρυπτε.

Τήν άλλη βραδυά εύρισκόμεθα έν άσφαλεία μέσα στις καλύβες άπό καλάμια στη λίμνη καί βρήκαμε τον ’Αρχηγό μας μέ τούς Καπετανέους Γκάναν τών Γιαννιτσών, ’Αποστόλην του Γιδά καί Λαγκόναν τής Κουλιακιάς.
Έκεί έκαθήσαμε πολύ καιρόν έως ότου έτοιμασθούν τά άναγκαιούντα εφόδια γιά τό νέον τμήμα Στρωμνίτσης γιά τό όποιον έπρεπε να πηγαίνουν άνδρες πού νά ξεύρουν τήν τοπικήν γλώσσαν ή τουλάχιστον τήν τουρκικήν.
Ητο δύσκολος ή ένοπλος μετάβασις εις τήν περιφέρειαν Στρωμνίτσης διότι έπρεπε δύο μερόνυκτα πορεία καί νά περάσουμε άπό βουλγαροκρατούμενες περιοχές.

Έλήφθη άπόφασις άπό τό Κέντρο Θεσσαλονίκης νά πηγαίνη μόνος του πρώτος ό Νικοτσάρας μέ οδηγούς άπό τήν Βογδάντσαν καί δεύτερος μετά τήν επιστροφήν τών οδηγών νά πηγαίνη ό ψυχογυιός μέ τον Λοχία έπειδή γνωρίζουν τουρκικά γιά νά ήμπορουν νά άπαντήσουν εις τάς ερωτήσεις τών άποσπασμάτων.
 ’Έτσι καί έγινε. Ό ’Αρχηγός μέ τον νοσοκόμον Κώσταν Παντερμαλήν καί ό υποφαινόμενος μέ τον Βολιώτην λοχίαν Γεώργιον.
Μέ όλονύκτιον πορείαν έφθάσαμεν εις Βογδάντσαν φιλοξενούμενοι εις τά λιμέρια του Καπετάν Σιωνίδη καί τήν άλλην βραδιά μέ οδηγόν τον Εύθύμην άπό τό Βαλάντοβον περάσαμε τό χωριό καί άνταμώσαμε δυο Στρωμνιτσιώτες μέ έπί κεφαλής τον Νάκην Δοϊρανλήν καί μέ τέσσερα άλογα τά καλλίτερα τών προκρίτων Στρωμνίτσης τά όποια πετούσαν, μας μετέφεραν εις τό χωρίον Ζέμποβον. ’Εκεί στο χωριό φιλοξενηθήκαμε εις τό άγρόκτημα του φλογερού πατριώτου Βασιλείου Καραμανώλη οπού διέμενε καί ό ’Αρχηγός Νικοτσάρας.
’Εκεί κατεστρώθη τό σύστημα τής όλης όργανώσεως. Εις κάθε χωρίον θά ώρίζετο τριμελής ’Επιτροπή ή οποία θά ήρχετο κάθε ήμέραν μέσω δύο άγροφυλάκων εις επικοινωνίαν μέ τό σώμα διά νά γνωρίζη πού εύρίσκεται καί νά στρατολογή τούς έπιθυμούντας νά ένταχθούν εις αύτό.

 Ή εργασία έπήγαινε καλά καί ήρχισε τό σώμα νά κινήται εις τά διάφορα χωρία. Μέ δύναμιν 8 άνδρών μετέβημεν εις τό χωρίον Μακρύοβον.

’Από τό χωρίον ένετάχθη κάποιος εις τό σώμα, του οποίου ό πεθερός ήτο βουλγαρίζων 
καί έλεγε ότι άν δέν έπιστρέψη ό γαμβρός του θά πήγαινε εις τό Νεοχώρι στον Διοικητή του Τουρκικού Τάγματος καί θά έπρόδιδε τά κρυσφύγετα του σώματος.
 ’Ελέγετο Κουτάτσκας καί άμα έμαθε τήν παρουσίαν μας έπραγματοποίησε τήν άπειλήν. Είμεθα διαμερισμένοι εις δύο καταλύματα κοντινά. Κατά τά έξημερώματα έλάβομεν είδησιν ότι πανταχόθεν είμεθα περικυκλωμένοι άπό Τουρκικόν στρατόν καί ένοπλους βασιμπουζούκους Τούρκους (τό χωρίον Μακρύοβον ήτο άνάμεικτον μέ Τούρκους) καί διάφορα άποσπάσματα έκαμαν ερευνάν εις τά Χριστιανικά σπίτια. 'Ο ’Αρχηγός έστειλε τήν σπιτονοικοκυράν του διατάξας νά άνοίξω δρόμον πρός τήν πλευράν του Μπέλες μέ τούς δύο άνδρας μου τον Γεώργιον Βολιώτην καί Γιοβάνην άπό τό Μόκρινον.
’Έκαμα τήν έφοδον άλλά άπό τήν βροχήν τών σφαιρών έπληγώθην μέ τραύμα διαμπερές εις τό πόδι καί ό Βολιώτης στον τόπο νεκρός.

 Έμείναμεν δύο, προχωρούντες πρός τήν έξοδον του χωριού άλλη ένέδρα μάς περιμένει.

’Αναγκάζομαι νά κάμω χρήσιν τής χειροβομβίδος μου καί παίρνω τήν ρεματιάν του Μπέλες. Έσώθημεν. ’Αλλά οί άνδρες άπό το κατάλυμα του ’Αρχηγού άργησαν νά μας άκολουθήσουν καί άντί νά πάρουν τήν ρεματιάν πρός τό Μπέλες πήραν πρός τούς ριζώνας καί  έπεσαν στά Τουρκικά σπίτια όπου οί ώπλισμένοι Τούρκοι τούς εβαλον καί έτσι άντί νά πάρουν τήν δικήν μου κατεύθυνσιν μπλέχθηκαν μέσα στο χωριό καί πολεμώντας σκοτώθηκαν όλοι. Έγώ μέ περιπλανήσεις τριών ήμερονυχτίων μπήκα είς τό χωρίον Ζούμποβον όπόθεν ό εύγενής Βασίλειος Καραμανώλης μέ έστειλε είς τό σπίτι του στήν Στρώμνιτσαν όπου μέ ένοσήλευσε ή φλογερή Μακεδονοπούλα άδελφή του, αν δέν άπατώμαι Άννα, είς τήν όποίαν χρεωστώ τήν περαιτέρω ζωήν μου. Τήν ευχαριστώ.

Οί άνδρες μέ τον Νικοτσάρα ήσαν, ό Παντελής Αθανάσιος Στοΐλης, Μήτρος καί ό γαμβρός του Κουκάτσκα Κώστας. ’Έμαθα ότι ό έξάδελφος του Νικοτσάρα Χαράλαμπος Καπετάν Φουρτούνας πήρε τό αιμα όπίσω κομματιάσας τον προδότη έπάνω στον τάφο του Αρχηγού» .
Παρακάτω  τα  γεγονότα  τα  αφηγείται  ο  συνοδεύσας τον Νικοτσάραν ’Ιωάννης Δοίρανλής:

 «'Όταν είδοποιήθη ή όργάνωσις τής Στρωμνίτσης περί του δρομολογίου πού θά ήκολούθει ό Νικοτσάρας, άπεστάλη ο ’Ιωάννης Δοΐρανλής, ό άρμοδιότερος διά τοιαύτας άποστολάς, μέ τέσσερα άλογα προυχόντων Στρωμνίτσης πρός παραλαβήν του Νικοτσάρα άπό τήν περιοχήν Βογδάντσης.

Τον Νικοτσάραν καί  ένα συνοδόν του, τον Κώσταν Βολιώτην, λοχίαν του ελληνικού στρατού, παρέλαβεν ό Δοΐρανλής άπό τήν Βογδάντσαν τήν 30ήν ’Ιουλίου 1907.
Κατόπιν πορείας μέσω Βαλαντόβου καί Κωστουρίνου έφθασαν είς τάς παρυφάς τής πόλεως Στρωμνίτσης, έκειθεν διά τών χωρίων του κάμπου Ντάμπιλια καί Μποσίλοβον κατηυθύνθησαν εξωθεν του χωρίου Κολέσινον, όπου έφθασαν άργά τήν νύκτα τής 30ής ’Ιουλίου 1907.

'Ο Νικοτσάρας άφήκε τον Ίωάννην Δοίρανλήν είς τον κάμπον μέ τήν κάπαν του, αύτός δέ κατηυθύνθη είς τό Κολέσινο πρός συνάντησιν τής οίκογενείας του. Οταν έκτύπησε τήν πόρταν τής πατρικής του οικίας προσήλθεν ό πατήρ του, ό όποιος ήρώτησε τον νυκτερινόν έπισκέπτην περί τής ταυτότητάς του.
Είς τήν άπάντησιν του Νικοτσάρα «είμαι ό υιός σου Παντελής», ό γέρων ιερεύς δέν έπίστευσε, διότι δέν ειχεν ένημερωθή περί τής έπικειμένης άφίξεως του υίού του, τον όποιον άπό τετραετίας δέν ε’ιχεν  ίδει.
 Έδίσταζε δέ έπί πλέον νά ανοίξη τήν θύραν είς άγνωστον, διότι έφιλοξένει έκείνην τήν νύκτα Έλληνας τών πέριξ χωρίων, οί οποίοι είχον καταφύγει είς τήν οικίαν του, διαφυγόντες στηθείσαν έναντίον των ένέδραν ύπό κομιτατζήδων κατά τήν έπιστροφήν των εις τά χωρία των έκ τής αγοράς  Στρωμνίτσης.

 Ήτο   η  ήμέρα   της  δολοφονίας του πατρός τού ιατρού Νικολάου Άντωνιάδου.

Διά νά πείση ό Παντελής τον πατέρα του ότι όντως ό υιός του είναι, έβαλε τό χέρι του εις διάκενον τής έξώθυρας διά νά διαπιστώση ο πατήρ του διότι  ένας δάκτυλος έλειπεν άπό τό χέρι του, πράγμα πού τό έγνώριζεν ό πατήρ πεισθείς έκ τούτου ό γέρων ήνοιξε τήν θύραν.

’Αμέσως ό Νικοτσάρας έπεδόθη εις τήν όργάνωσιν, ώς άναφέρεται εις τήν ανωτέρω δημοσιευομένην περιγραφήν τού Σεντέρη, ένοπλου σώματος.
Ό έξοπλισμός τών άνδρών έγινεν εις Ζίμποβον, όπου ή μήτηρ τού Χαραλάμπους Καραμανώλη είχε μεταφέρει τά όπλα.
Εις Ζίμποβον διέμενεν ό έτερος υιός της Βασίλειος ό στυλοβάτης τής έθνικής όργανώσεως τών χωρίων.
Κατήρτισε ολιγομελές άνταρτικόν σώμα διά νά κινήται άνετώτερον εις τήν έπικίνδυνον αύτήν περιοχήν» .

Ο  ΘΑΝΑΤΟΣ  ΤΟΥ  ΝΙΚΟΤΣΑΡΑ  ΚΑΙ  Η  ΕΚΔΙΚΗΣΗ

      O  Νικοτσάρας,  μετά  από  προδοσία,  περικυκλώθηκε  στο  Μακρύοβο. Πολέμησε  σαν  λιοντάρι  και  έπεσε  από  τουρκική  σφαίρα.
Η   θυσία  του  δεν  πήγε  χαμένη.
 
    Μετά  τον   θάνατο  του   Νικοτσάρα,  ο πρώτος ξάδερφός  του  Χαράλαμπος Μπουφίδης, άφησε την γυναίκα  του και τα παιδιά του και με το ψευδώνυμο   Καπετάν  Φουρτούνας,  συγκρότησε  μία  ομάδα  από παλληκάρια  της  περιοχής  Στρώμνιτσας.  Μαυτό  το  
σώμα  
έγινε  κύριος τής περιοχής  Στρώμνιτσας  και  οι   χωρικοί αιστάνθηκαν  ανακούφιση, διότι 
υπήρχε  πλέον τό αντίρροπον των Κομιτατζήδων.  Ο  Καπετάν  Φουρτούνας 
διακρίθηκε  στην  περιοχή  Στρώμνιτσας  για   την ψυχραιμία, την  γενναιότητα  
και  αποφασιστικότητα, ήταν  ολιγόλογος  και σώφρωνας  και   εργαζόταν  
αθόρυβα.
Με την  ομάδα  του  ο  Καπετάν  Φουρτούνας, αφού 
ανακάλυψε τoν  καταδότη  του  Νικοτσάρα,  τον συνέλαβε και τoν εκτέλεσε πάνω  στον τάφο του  ήρωα.- 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.    Ίωνος Δραγούμη, Τετράδια του Ίλιντεν, σ. 192, εκδ. Πετσίβα, 2000
4.     Ο Βόρειος Ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1878-1894) - Απομνημονεύματα Αναστάσιου Πηχεώνα, Κωνσταντίνος Απ. Βακαλόπουλος, Εκδοτικός οίκος Αντώνιου Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 23
6.      Κωνσταντίνος Άμαντος, Μακεδονικά. Συμβολή εις την μεσαιωνικήν Ιστορίαν και την εθνολογίαν της Μακεδονίας, Αθήναι 1920, σ. 81
ΖΗΝΩΝ  ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ



Διαβάστε επίσης:

ΟΙ  ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΕΣ  ΠΟΛΕΙΣ  ΤΗΣ  ΒΟΡΕΙΑΣ  ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Έλληνες του Μοναστηρίου (Βιτώλειον–Μπιτόλια)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...