Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Το Πλατωνικό “τέλειο έτος”


Ο Πλάτων αναφερόμενος σχετικά με τον μεγάλο ενιαυτό, στο έργο του «Τίμαιος, 39.c.1 – d.7», μας λέγει ότι : «Έτσι και για αυτούς τους λόγους, λοιπόν, η περίοδος της μίας και φρονιμοτάτης περιστροφής έχει γίνει νύχτα και ημέρα, και ο μήνας όταν η σελήνη διανύσει τον κύκλο της και καταφτάσει τον ήλιο, και το έτος όταν ο ήλιος διανύσει τον δικό του κύκλο. Τις περιφοράς των άλλων άστρων, επειδή δεν έχουν απασχοληθεί με αυτές οι άνθρωποι, εκτός ολίγων, ούτε τις κατανομάζουν ούτε τις συγκρίνουν μεταξύ τους με βάσιν τους αριθμούς, ώστε δεν γνωρίρίζουν σχεδόν ότι και των άστρων αυτών οι περιφορές είναι χρόνος, μολονότι αυτές είναι απειράριθμες κατά το πλήθος και κατά τρόπο θαυμαστό τακτοποιημένες. Εν τούτοις όμως είναι δυνατόν να κατανοήσουμε ότι ο τέλειος αριθμός του χρόνου τότε συμπηρώνει τέλειο έτος, όταν τα κινούμενα άστρα, αφού συμπληρώσουν όλες τις οκτώ περιστροφές και εξισώσουν τις μεταξύ τους ταχύτητες, φθάσουν πάλι στο σημείο της εκκινήσεως και πάρουν πάλι ως μέτρο τον κύκλο του ταύτου και ομοίως πάντοτε κινούμενου - νὺξ μὲν οὖν ἡμέρα τε γέγονεν οὕτως καὶ διὰ ταῦτα,
ἡ τῆς μιᾶς καὶ φρονιμωτάτης κυκλήσεως περίοδος· μεὶς δὲ ἐπειδὰν σελήνη
περιελθοῦσα τὸν ἑαυτῆς κύκλον ἥλιον ἐπικαταλάβῃ, ἐνιαυτὸς δὲ ὁπόταν ἥλιος τὸν ἑαυτοῦ περιέλθῃ κύκλον. τῶν δ᾽ ἄλλων τὰς περιόδους οὐκ ἐννενοηκότες ἄνθρωποι, πλὴν ὀλίγοι τῶν πολλῶν, οὔτε ὀνομάζουσιν οὔτε πρὸς ἄλληλα συμμετροῦνται σκοποῦντες ἀριθμοῖς, ὥστε ὡς ἔπος εἰπεῖν οὐκ ἴσασιν χρόνον ὄντα τὰς τούτων πλάνας, πλήθει μὲν ἀμηχάνῳ χρωμένας, πεποικιλμένας δὲ θαυμαστῶς· ἔστιν δ᾽ ὅμως οὐδὲν ἧττον κατανοῆσαι δυνατὸν ὡς ὅ γε τέλεος ἀριθμὸς χρόνου τὸν τέλεον ἐνιαυτὸν πληροῖ τότε, ὅταν ἁπασῶν τῶν ὀκτὼ περιόδων τὰ πρὸς ἄλληλα συμπερανθέντα τάχη σχῇ κεφαλὴν τῷ τοῦ ταὐτοῦ καὶ ὁμοίως ἰόντος ἀναμετρηθέντα κύκλῳ».
Από το παραπάνω χωρίο του «Τίμαιου» γίνεται εμφανές ότι ο Πλάτων λέει η ημέρα και η νύχτα είναι «η περίοδος της μίας και φρονιμότατης περιστροφής», χωρίς να χαρακτηρίζει μια και φρονιμότατη την σφαίρα των απλανών και νύχτα και ημέρα την περίοδό της, αλλά χαρακτηρίζει μια και φρονιμότατη περιστροφή την νόηση του κύκλου του «Ταύτου» και περίοδό της την περιφορά της σφαίρας των απλανών την οποία εκείνη η νόηση περιστρέφει. Γιατί και η περιστροφή και η περιφορά είναι ενέργεια, αλλά η μία είναι αρχηγικότερη ενώ η άλλη, η οποία μιμείται την περιστροφή, είναι γέννημα εκείνης. Αυτό λοιπόν το «νυχθήμερον» [ημερονύκτιο] και από αυτό μετριούνται και τα έτη και οι μήνες. Γιατί με τα μικρότερα διαστήματα μετράμε τα μεγαλύτερα, όπως ακριβώς μετράμε με τα έτη τον συνολικό χρόνο της αποκατάστασης ολόκληρου του Κόσμου.
Διαβάζοντας κάποιος το χωρίο αυτό του Πλάτωνα θα απορούσε βέβαια πως λέει ότι η «περίοδος» της φρονιμότατης και μίας περιστροφής έχει γίνει νύχτα και ημέρα. Γιατί αυτή ακριβώς είναι η κατηγορία που προσήψε και ο Αριστοτέλης στον Πλάτωνα, το ότι δηλαδή χαρακτηρίζει την περιφορά χρόνο, παρόλο που ο Πλάτων προσέθεσε τον χρόνο στο σύμπαν μόλις αυτό είχε ήση κινηθεί, με την ιδέα ότι ο χρόνος είναι κάτι διαφορετικό από την κίνηση. Αν, όμως, η κίνηση του σύμπαντος είναι άλλη και όχι ο χρόνος του σύμπαντος, τότε και η κίνηση καθενός από όσα κινούνται κυκλικά θα είναι διαφορετική από τον περιοδικό χρόνο της κίνησης αυτής. Αυτή, λοιπόν, την απορία θα μπορούσε να εκφράσει από το χωρίο αυτό. Πώς, επίσης, η περίοδος της σφαίρας των απλανών είναι ταχύτατη, ενώ όσα βρίσκονται κοντά της είναι ως προς την αποκατάσταση τους βραδύτερα από όσα βρίσκονται πιο μακριά της ;;
Θα απαντήσουμε λοιπόν στα ερωτήματα αυτά πως η λέξη «περίοδος» σημαίνει δύο πράγματα, άλλοτε την ίδια την κίνηση και άλλοτε το μέτρο και την χρονική έκταση της κίνησης. Δηλαδή για τους Έλληνες η λέξη «περίοδος» σήμαινε τόσο την κυκλική κίνση όσο και τον χρόνο κατά τον οποίο συμπλήρωνε μία πλήρη περιστροφή αυτή η κίνηση. Στην περίπτωση του χωρίου που εξετάζουμε, δεν πρέπει να εννοήσουμε ως «περίοδο» την κίνηση της σφαίρας των απλανών αλλά το χρονικό διάστημα της κίνησης. Επειδή όμως ο Πλάτων είπε ότι οι περιπλανήσεις των πλανητών είναι χρόνος, δεν λέει εδώ τίποτα άλλο από το ότι οι περιφορές τους είναι χρόνος. Γιατί αυτές είναι αριθμημένες, και το αριθμημένο στοιχείο της κίνησης είναι χρόνος κατά τον Πλάτων.
Ως προς το δεύτερο ερώτημα πρέπει να πούμε ότι ο Πλάτων πήρε την φαινομενική αποκατάσταση της σφαίρας των απλανών και είπε ότι δημιουργεί το «
νυχθήμερον» [ημερονύκτιο], επειδή η αληθινή είναι διαφορετική. Γατί ο αστερισμός που ανέτειλε τώρα, δεν θα ανατείλει την ίδια ώρα της επομένης ημέρας ούτε με τους ίδιους σχηματισμούς των υπόλοιπων αστερισμών, οι οποίοι όλοι συντελούν στην αποκατάσταση της σφαίρας των απλανών. Γιατί δεν αποκαθίστανται με την ίδια περίοδο όλοι οι αστερισμοί και όλοι οι απλανείς αστέρες που βρίσκονται μέσα στην σφαίρα των απλανών. Αν, όμως, θέλουμε να πάρουμε την ακριβή αποκατάσταση, πρέπει να πάρουμε αυτήν που γίνεται σε μεγάλο χρονικό διάστημα. Γιατί είναι φανερό ότι, επειδή όλα όσα βρίσκονται μέσα της κινούνται από αυτήν, έχουν κάθε φορά διαφορετική σχέση τόσο μεταξύ τους όσο και προς αυτήν, και μαζί με αυτά έχουν διαφορετική κάθε φορά την περιφορά προς τα κέντρα τους και εξαιρετικά μακροχρόνια την πλήρη αποκατάστασή τους στο ίδιο σημείο.
Θα απορούσε όμως κάποιος και με το εξής, πως ο Πλάτων αποκαλεί την νύχτα και ημέρα το μέτρο της αποκατάστασης της φοράς του «Ταύτου» που όπως λέγει ο Πρόκλος ταυτίζεται με τον ουράνιο ισημερινό. Γιατί αυτό το μέτρο παντού προέρχεται από ψηλά και από τη μια και νοητή αιτία του σύμπαντος και από το πρώτο υπόδειγμα, ενώ το «νυχθήμερον» [ημερονύκτιο] εμφανίζεται μέσα στα υποσελήνια όντα. Πρέπει να απαντήσουμε, λοιπόν, ότι «νυχθήμερον» [ημερονύκτιο] το δημιουργεί και ο χρονική έκταση, η οποία εμφανίζεται πρωταρχικά στην περιφορά της σφαίρας των απλανών, και το ηλιακό φως. Ολόκληρο, λοιπόν, το μέτρο καθορίζεται από τα τελευταία γεγονότα σε εμάς. Γιατί άλλο είναι αυτό το «νυχθήμερον» [ημερονύκτιο] και άλλο αυτό που υπάρχει μέσα στον αόρατο χρόνο, και τούτο εδώ είναι εικόνα εκείνου και έσχατο τέλος του. Γιατί είναι πολλές οι βαθμίδες της νύχτας και της ημέρας, νοητές, νοητικές, υπερκόσμιες, ουράνιες, υποσελήνιες, όπως διδάσκει η ορφική θεολογία, και άλλες βρίσκονται πριν από την δημιουργία, άλλες περιέχονται στη δημιουργία, άλλες προέρχονται από τη δημιουργία, και άλλες είναι αόρατες και άλλες ορατές, επειδή είναι άλλος ο αόρατος μήνας και το αόρατο έτος, που μετρούν και συνέχουν και τελειοποιούν της νοητικές και τις σωματικές περιόδους, και άλλος ο ορατός μήνας και το ορατός έτος, που είναι πέρας και μέτρο της ηλιακής περιφοράς. Από πού όμως προέρχεται το «ἀεὶ ὡσαύτως» των περιφορών ;
Από πού προέρχεται το διάφορο των αποκαταστάσεων, αν όχι από διαφορετικά ακίνητα αίτια ; Από πού προέρχεται η ακαταληξία και το πάλιν και πάλι επ’ άπειρον αν όχι από τις άπειρες δυνάμεις που υπάρχουν μέσε σε εκείνες τις αιτίες;; Αφού, λοιπόν, τοποθετήσουμε, όλη αυτή τη χρονική σειρά κάτω από έναν χρόνο, και την αναγάγουμε στον πρώτιστο χρόνο, ο οποίος καθορίζει την του «θείου γενητοῦ» [=σύμπαν] περίοδο και αποτελεί τον αληθινό αριθμό, τον οποίο εννοούσε και υπαινισσόταν και ο Σωκράτης στην «Πολιτεία, 529.d», όταν έλεγε ότι «ἐν τῷ ἀληθινῷ ἀριθμῷ» βρίσκεται η καθαυτό ταχύτητα [τὸ αὐτοτάχος] και η καθαυτό βραδύτητα «αὐτο βραδυτῆτα», ως προς τις οποίες διαφέρουν όσα αριθμούνται από τον χρόνο και κινούνται ταχύτερα ή βραδύτερα. Στην συνέχεια, ας θεωρήσουμε ότι από αυτούς τους αφανείς αριθμούς προέρχονται οι εμφανείς, οι οποίοι με βάση την αρίθμηση προκύπτουν από εκείνους που μπορούν να τους μετρήσουν και να τους γεννήσουν. Όλους αυτούς τους ορατούς αριθμούς η αστρονομία τους διδάσκει όμορφα, συμπεραίνοντας τον αριθμό των περιοδικών αποκαταστάσεων κάθε αστέρα και, κάνοντας συγκρίσεις των περιόδων, συμπεραίνει ποιο λόγο έχει η μια σχέση με την άλλη, για παράδειγμα του Κρόνου η περίοδος ισούται με 2,5 την περίοδο του επόμενού του αστέρα, και παρομοίως και για τους υπόλοιπους αστέρες. Γιατί, παρόλο που οι αποκαταστάσεις τους είναι διαφορετικές, έχουν όμως κάποιον λόγο η μία προς την άλλη. Έτσι ακριβώς, λοιπόν, η ιερή παράδοση «θεραπεύει» [λατρεύει] εκείνους τους αφανείς, που είναι αίτιοι των ορατών αριθμών, και αποκαλύπτει θεϊκά ονόματα της νύχτας, της ημέρας, του μήνας και του ενιαυτού [του έτους], τα οποία μας φέρνουν σε επαφή μαζί τους, καθώς και επικλήσεις τους για να μας εμφανιστούν, με την ιδέα ότι δεν πρόκειται για οντότητες «ἐπὶ δακτύλων θεωρουμένων» αλλά για οντότητες που συγκαταλέγονται στις θεϊκές υπάρξεις, τις οποίες οι ιεροί θεσμοί μας προέτρεψαν να «θρησκεύουμε» και να τιμούμε, με αγάλματα και θυσίες, και το επιβεβαιώνουν και οι χρησμοί του Απόλλωνα. Και όταν αυτοί τιμούταν, οι άνθρωποι λάμβαναν τα αγαθά [που προκύπτουν από] «τῶν τε ὡριαίων» [των εποχών του έτους] όσο και των υπολοίπων οντοτήτων εξίσου. Όταν όμως παραμελήθηκαν, ακολούθησε μια γενική αφύσικη κατάσταση όλων «τῶν περὶ γῆν» πραγμάτων. Μάλιστα και ο ίδιος ο Πλάτων στους «Νόμους, 899.b. 9-14» έχει κηρύξει ότι όλα αυτά είναι θεοί, οι ώρες [εποχές], οι ενιαυτοί [έτη], οι μήνες, καθώς και τα άστρα και ο ήλιος.
Ο Πλάτων λοιπόν τοποθετεί τη νύχτα πριν την ημέρα, επειδή η νύχτα έχει μια απεικόνιση των αόρατων και νοητικών μέτρων. Συνηθίζουμε, λοιπόν, να λέμε «νυχθήμερον» [ημερονύκτιο], επειδή και ανάμεσα στις νοητές αιτίες τους οι Νύχτες έλαβαν υπόσταση πριν από την ημέρα.
«μίαν καὶ φρονιμωτάτην κύκλησιν» ο Πλάτων ονομάζει την «ταὐτοῦ περιφοράν», επειδή είναι μονοειδής, νοητική και συγγενέστατη με τη στάση και την ταυτότητα του νου, καθώς και επειδή έχει το «μονοειδὲς» από την μία αρχή, τη φρόνηση από τον νου και την «κύκλησιν» [περιστροφή] από την ψυχική ιδιότητα.
Ο Πλάτων θεωρεί ότι «είναι χρόνος οι περιπλανήσεις - εἶναι τὰς πλάνας» των αστέρων  όχι επειδή θεωρεί χρόνο την ίδια την κίνηση, αλλά επειδή θεωρεί ότι τα χροσνικά διαστήματα είναι μέτρα των κινήσεων. Γιατί θεωρεί και τον δεύτερο χρόνο αριθμό της ορατής ζωής κάθε αστέρα.
Αποκαλεί «ανυπολόγιστο ως προς το πλήθος – πλήθει ἀμήχανον» τόσο τον ιδιαίτερο χρόνο των κινήσεων κάθε αστέρα όσο και τον κοινό τους χρόνο. Γιατί αυτός έχει συμπεριλάβει κάθε λογής ανακυκλήσεις τους και τους κάθε λογής σχηματισμούς τους.
Συνεχίζοντας θα πούμε ότι τον ένα αριθμό, που μετρά με τον οποίο «μετρεῖται πᾶσα κίνησις» δεν πρέπει να τον αντιληφθεί κανείς με τον τρόπο της δοξασίας, προσθέτοντας μυριάδες επί μυριάδων. Γιατί έτσι θα υποπέσουμε στο λάθος που έκαναν και στην αρχαιότητα κάποιοι που έπαιρναν την ακριβή αποκατάσταση της σελήνης και την ακριβή αποκατάσταση του ήλιου και πρόσθεταν τη μια στην άλλη, και του Ερμή στις άλλες δύο, και αυτή της Αφροδίτης στις τρείς, και αυτή του Δία, και, τέλος, αυτή του Κρόνου σε όλες τις προηγούμενες, και την αποκατάσταση της σφαίρας των απλανών στην μια και κοινή αποκατάσταση των πλανητών. Έτσι, λοιπόν, έλεγαν, εφόσον οι αποκαταστατικοί χρόνοι  που προστίθενται είναι πρώτοι[1] μεταξύ τους. Αν, όμως, δεν είναι πρώτοι, αφού έπαιρναν τον κοινό τους διαιρέτη, έβλεπαν τους αριθμούς στους οποίους διαιρεί ο κοινός διαιρέτης καθέναν από τους δυο δοθέντες αποκαταστατικούς χρόνους, και πολλαπλασίαζαν τον μεγαλύτερο χρόνο με τον αριθμό στον οποίο ο κοινός διαιρέτης διαιρεί τον μικρότερο χρόνο, και τον μικρότερο χρόνο με τον αριθμό στον οποίο ο κοινός διαιρέτης διαιρεί τον μεγαλύτερο χρόνο, και είχαν από το αποτέλεσμα των δυο πολλαπλασιασμών τον κοινό χρόνο της αποκατάστασης και των δύο πλανητών, ο οποίος διαιρούταν και από τους δυο χρόνους.
Δεν πρέπει όμως σε καμία περίπτωση να αντιληφτούμε τον συνολικό εγκόσμιο χρόνο με αυτόν τον τρόπο, αλλά μέσω του νοός και της διάνοιάς μας να διακρίνουμε νοητά έναν αριθμό και μια δύναμη που εξελίσσεται και μια τελειοποιητική πρόοδο η οποία απλώνεται σε ολόκληρη τη ζωή του σύμπαντα Κόσμου, και μάλιστα σε μια ζωή που προχωρά μέχρι το τέλος και επιστρέφει στην αρχή και συγκλίνει στον εαυτό της και για αυτό κάνει και την κίνηση που μετριέται κυκλική. Γιατί ο χρόνος μετρά ολόκληρη την κίνηση και επιστρέφει το τέλος της στην αρχή. Για αυτό και ο αριθμός ονομάζεται «τέλειος». Γιατί και ο μήνας και το έτος είναι αριθμός, όχι όμως τέλειος. Γιατί είναι μέρη άλλων αριθμών. Ο χρόνος, όμως, της περιόδου του σύμπαντος είναι τέλειος, επειδή δεν είναι μέρος κανενός, αλλά είναι σύνολο, προκειμένου να μιμείται τον Αιώνα. Γιατί ο Αιών είναι η πρώτη ολότητα. Ο Αιών, όπως, επιφέρει όλη μαζί την ολότητα στα όντα, ενώ ο χρόνος την επιφέρει με έκταση. Γιατί η χρονική ολότητα είναι ανάπτυξη της ολότητας που μένει συγκεντρωμένη μέσα στον Αιώνα. Ο καθολικός εγκόσμιος χρόνος μετρά τη μια ζωή του σύμπαντος, με βάση την οποία ολοκληρώνονται όλες μαζί οι ταχύτητες των κύκλων των ουράνιων και των υποσελήνιων όντων, ταχύτητες οι οποίες έχουν για αποκορύφωμα τους την τροχιά της ταυτότητας, τον κύκλο του Ταύτου που είναι ο ουράνιος ισημερινός. Γιατί ανάγονται σε εκείνη την αρχή, επειδή είναι η πιο απλή από όλες. Γιατί και οι αποκαταστάσεις υπολογίζονται σε σχέση με τα σημεία εκείνης, όπως για παράδειγμα ότι όλοι οι πλανήτες αποκαταστάθηκαν γύρω από το ισημερινό σημείο ή γύρω από το θερινό τροπικό σημείο – βόρειο ηλιοστάσιο [τροπικός Καρκίνου], ή αν η κοινή αποκατάσταση τους δεν υπολογιστεί γύρω από το ίδιο σημείο αλλά σε σχέση με το ίδιο σημείο, όταν για παράδειγμα αυτό το σημείο ανατέλλει ή μεσουρανεί, ότι όλοι έχουν το τάδε σχήμα σε σχέση με το σημείο αυτό. Γιατί και τώρα η τάξη των αστέρων που υπάρχει μεταξύ των αστέρων είναι μια αποκατάσταση, αν ο σχηματισμός τους εξεταστεί όχι γύρω από το ίδιο σημείο αλλά σε σχέση με το ίδιο σημείο. Είχε υπάρξει κάποτε λένε οι αρχαίοι και η αποκατάσταση γύρω από ένα και το αυτό σημείο, γύρω από το οποίο αν υπάρξει και πάλι, θα λάβει τέλος το σύνολο του χρόνου. Μνημονεύεται από τους αρχαίους μια αποκατάσταση και για αυτό οι αστρολόγοι οι παλαιοί λένε ότι ο Καρκίνος είναι ο ωροσκόπος του Κόσμου και αποκαλούν τούτο το έτος “έτος του Κυνός“, επειδή μαζί με τον Καρκίνο ανατέλλει ο αστέρας του Μεγάλου Κυνός. Αν, λοιπόν, και πάλι συγκεντρωθούν στο ίδιο σημείο του Καρκίνου, αυτή θα είναι μια περίοδος του σύμπαντος. Αν όμως αφού πραγματοποιηθεί η “αποκατάσταση” στον Καρκίνο συμβεί και άλλη πάλι γύρω από το ισημερινό σημείο, αυτή δεν θα είναι μια περίοδος, γιατί δεν έχει γίνει από το ίδιο σημείο στο ίδιο σημείο. Αντιθέτως μια πλήρης περίοδος θα είναι από το ισημερινό σημείο προς το ισημερινό σημείο, και ο ένας αριθμός θα είναι ίσος με τον άλλο και ο ένας χρόνος με τον άλλο χρόνο. Γιατί καθένας από τους δυο χρόνους είναι μια περίοδος και είναι καθορισμένος ως προς την ποσότητα λόγω της τάξης των κινούμενων σωμάτων. Αυτά ας τα έχουμε κατά νου για τον ένα χρόνο ο οποίος μετράει όλες τις σωματικές κινήσεις, όπως ο«κόσμος μετρεῖ καὶ τὰς ψυχικάς, ὡς ὁ αἰὼν τὰς νοερὰς ζωάς». Ωστόσο ας ειπωθεί ότι πρέπει να θεωρήσουμε πως αυτός ο «τέλειος αριθμός» διαφέρει από εκείνον που αναφέρει ο Πλάτων στην «Πολιτεία, 546.b», ο οποίος «τοῦ θείου γενητοῦ περιλαμβάνει περίοδον», επειδή τούτος εδώ είναι πιο μερικός και αποκαθιστά μόνο τις οκτώ περιόδους. Γιατί εκείνος περιλαμβάνει και τις ιδιαίτερες κινήσεις που εμφανίζονται στην περιοχή των απλανών αστέρων και γενικά σε όλα όσα κινούνται αφανώς ή εμφανώς μέσα στον ουρανό , είτε αυτά είναι θεϊκά γένη είτε γένη που ακολουθούν τους θεούς, καθώς και τις μακρότερες ή βραχύτερες περιόδους των «φορῶν» ή των «ἀφοριῶν» που εμφανίζονται στην υποσελήνια περιοχή. Για αυτό και είναι ο κυρίαρχος της περιόδου του ανθρώπινου γένους.
Συγγραφέας κειμένου : Κεφάλας Ευστάθιος [17-2-2006, ΕΛΛΑΣ]

Πηγές

Πλάτων
  • Πολιτεία [περί δικαίου πολιτικός]
  • Τίμαιος [περί φύσεως, φυσικός]
Πρόκλος
  • “Εις τον Τίμαιον του Πλάτωνος”,  τόμος Δ΄, 86 1 – 94.3.

[1] Σύμφωνα με τον Ευκλείδη (Στοιχεία, Ζ’ ορισμός 13) : Είναι οι αριθμοί οι έχοντες για κοινό διαιρέτη τους μόνο την μονάδα.

φιλοσοφούμεν γνησίως τε και ικανώς!


1 σχόλιο :

Σχόλια που δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της ανάρτησης, όπως και σχόλια υβριστικά προς τους αρθρογράφους, προσβλητικά σχόλια προς άλλους αναγνώστες σχολιαστές και λεκτικές επιθέσεις προς το ιστολόγιο θα διαγράφονται.

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...